Σε χρόνια γάμου ήτανε ο Μπαλατσιός, νέος, τσακπίνης και ωραίος. Γλένταγε την ανέμελη ζωή και για γάμο καμιά κουβέντα. Τα προξενιά που του ερχόντουσαν τα απόδιωχνε με τρόπο, είχε βλέπετε και το χάρισμα του λόγου.
Όμως μια μέρα που συνάντησε στο δρόμο του τη χήρα Καρναβίνα, ένιωσε ένα μούδιασμα στο μέρος της καρδιάς. Α! Μπα! Δεν είναι τίποτα, είπε στον εαυτό του και προσπέρασε, με κάποια αδιαφορία. Σαν την ξανασυνάντησε, το μούδιασμα ήτανε πιο δυνατό, έμοιαζε με τσίμπημα καρφίτσας. Θυμήθηκε και το πρώτο μούδιασμα, όπου στο μυαλό του άρχισαν να γεννιούνται διάφορες σκέψεις και συλλογισμοί. Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να πιστέψει πως η καρδιά του λαβώθηκε από τα βέλη του φτερωτού έρωτα. Κάθε πρωί που πλενόταν, μιλούσε με τον εαυτό του στον καθρέφτη και του έλεγε "Μπορεί να είναι ωραία η Διαμαντούλα, μα είναι χήρα και έχει και δυο παιδιά. Όχι, όχι, δε γίνεται να θέλει τη συντροφιά μου." Έλα μου όμως, που κάθε βραδάκι, η καρδιά του τον έσπρωχνε να περάσει από το σπίτι της, να της πει το τραγουδάκι που έλεγαν οι παλαιοί όταν μιλούσαν για τις χήρες.
«Της Χήρας το προσκέφαλο, μυρίζει από κυδώνι,
κι όποιος το πρώτο μυριστεί, τα νιάτα του σκλαβώνει»
Κάθε βραδάκι, πλέον, αυτή ήταν η καντάδα του, στης χήρας το δρομάκι. Από τις πολλές φορές που της τραγούδαγε, δεν άντεξε η Διαμαντούλα και δέχτηκε τον Μπαλατσιό να γείρει στο κρεβάτι της. Πολλές φορές κοιμήθηκαν οι δυο τους στο ίδιο μαξιλάρι, μα κάποια από αυτές έγινε η ζημιά. Η Καρναβίνα θα φερνε στη ζωή το τρίτο της παιδί κι αυτό θα ήτανε του Μπαλατσιού. Την εποχή εκείνη τα έθιμα ήταν πολύ αυστηρά, έπρεπε να του το πει, πράμα το οποίο κι έκανε. Του είπε, πως είναι έγκυος και περιμένει το παιδί του.
Στο άκουσμα της είδησης ο Μπαλατσιός έμεινε στήλη άλατος, του ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι, που λέει ο λαός μας, και αποσβολωμένος, σαν χαζός την κοίταζε, χωρίς να αρθρώσει λέξη. Του επανέλαβε την αναγγελία, μα αυτός ήτανε στον κόσμο του.
-Αλέξη άκουσες τι σου είπα;
-Άκουσα, εγώ τι κάνω τώρα;
-Κάνεις ότι κάνουν οι άντρες σε τέτοιες περιπτώσεις, με παντρεύεσαι.
-Κάτσε ρε Διαμαντούλα να το συνειδητοποιήσω μια δυο μέρες και το συζητάμε.
-Όπως νομίζεις.
Την επόμενη μέρα, ο Μπαλατσιός, έγινε άφαντος από το χωριό. Η Καρναβίνα αποφασίζει και ενημερώνει τον κουνιάδο της Θανάση Σπαθιά. Αυτός το παίρνει προσωπικά το θέμα και σε δύο μέρες μαθαίνει για που αριβάρισε ο δράστης, είχε πάει στην Πάτρα. Δε χάνει καιρό, παίρνει τη νύφη του και πάει να τον βρει. Στην Πάτρα υπηρετούσε στην Αστυνομία ο συμπατριώτης Αριστείδης Τσερνοτόπουλος, τον βρίσκει, του εξηγεί το λόγο που κατέβηκε στην Πάτρα και του ζήτησε, να του πει, αν γνωρίζει που συχνάζουν οι Τσορωταίοι. Ο Αριστείδης φοβούμενος μήπως ο Σπαθιάς κάνει φασαρία στο αντίκρισμα του Μπαλατσιού του λέει, εσείς θα καθίσετε εδώ κι εγώ θα πάω να τον φέρω στο τμήμα, συμφώνησε ο αστυνόμος και έφυγε ο Αριστείδης. Η Πάτρα την εποχή εκείνη ήταν μικρή, δεν άργησε να τον εντοπίσει και σε λίγη ώρα ο Αριστείδης με τον Μπαλατσιό μπαίνουν στο γραφείο του αστυνόμου. Στο αντίκρισμα της Διαμαντούλας και του κουνιάδου της, ο Μπαλατσιός τα χάνει αλλά τον επαναφέρει στην πραγματικότητα ο αστυνόμος, ρωτώντας τον, με κάποιο ύφος αυστηρό.
-Την γνωρίζεις αυτή τη γυναίκα;
Ο Μπαλατσιός αφού συνήλθε από την έκπληξη, απαντάει.
-Τη γυναίκα μου δεν γνωρίζω κύριε Αστυνόμε; Αυτή είναι η Διαμαντούλα η γυναίκα μου.
Αφού είναι η γυναίκα σου και γνωρίζεις τι έχεις κάνει, με συνοπτικές διαδικασίες θα την παντρευτείς και πρόσεξε κακομοίρη μου μη το ξανασκάσεις γιατί η αστυνομία θα σε βρει και θα φορέσεις χειροπέδες αντί δαχτυλίδι. Έτσι παντρεύτηκε ο Μπαλατσιός τη Διαμαντούλα που ήταν ο έρωτάς του, έκαναν δύο αγόρια κι έζησαν μαζί μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Την ιστορία αυτή, κάπως έτσι, μου την είχε διηγηθεί η Μάνα μου που έτυχε να είναι ξαδερφονύφη της, από τον άντρα της τον Χρήστο Κάρναβο. Μου την υπενθύμισε, πρόσφατα, και ο ξάδερφός μου, Μίμης (του την είχε πει η Μάνα του σε ανύποπτο χρόνο), έτσι αποφάσισα να την συμπεριλάβω στα Λαογραφικά του Λευκασίου.
No comments:
Post a Comment