Saturday, October 29, 2022

Τα κάλαντα Στο Χωριό

Αύριο χαράματα, πάλι θα ακουστούν οι χαρούμενες φωνές των πιτσιρικάδων που θα ξεχυθούν στους δρόμους και τα στενά, μέχρι την τελευταία συνοικία των χωριών και πόλεων της Ελλάδας μας, ψάλλοντας τα κάλαντα. Την προηγούμενη δευτέρα ανάγγελλαν τη χαρμόσυνη είδηση, της του Χριστού γεννήσεως, και αύριο θα αναγγείλουν την καινούργια χρονιά που έρχεται. Τα φετινά κάλαντα με γύρισαν πολλά χρόνια πίσω, θυμήθηκα τότε που και εγώ εννιάχρονος πιτσιρικάς, σχημάτιζα για πρώτη φορά παρέα, να βγούμε να πούμε τα κάλαντα.
Ήταν κοντά τα Χριστούγεννα του 1944 και ο καινούριος χρόνος του 1945, μέχρι τότε, που διάθεση για κάλαντα! Από το 1941 είχαμε κατοχή και τα μεν δύο πρώτα χρόνια της κατοχής από τη Φασιστική Ιταλία τα πράγματα ήταν πιο χαλαρά, από τις αρχές όμως του 1943 και μέχρι το 1944 που άρχιζε η χαραυγή της νίκης (οι Γερμανοί άρχισαν να εγκαταλείπουν την Πελοπόννησο από τον Σεπτέμβριο του 1944), η Πελοπόννησος και ιδιαίτερα η Καλαβρυτινή Γη γνώρισε την πλέον σκληρή κτηνωδία της ναζιστικής Γερμανίας με αποκορύφωμα εκείνης « του ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων». Με την αναχώρηση των Γερμανών άνοιξαν αμέσως τα σχολεία, άνοιξε και το δικό μας με τον ίδιο δάσκαλο που είχαμε πριν κλείσουν, τον Κωνσταντίνο Βουρλή. 

Τα κάλαντα που λέγαμε τότε ήταν εκείνα που έλεγαν στο Χωριό και οι προηγούμενες γενιές και ήταν για μεν τα Χριστούγεννα: 

Χριστούγεννα πρωτόγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου, 
για βγείτε δείτε μάθετε πως ο Χριστός γεννάται, 
γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα, 
το μέλι τρώνε οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες. 
Σ’αυτό το σπίτι πού ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει, 
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει. 

Για δε την πρωτοχρονιά, λέγαμε: 

Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία, 
βαστάει κόλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι, 
το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ομίλει. 
Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις. 
Από τη μάνα μου έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω. 
Βασίλη ξέρεις γράμματα να πεις την αλφαβήτα, 
και στο ραβδί του ακούμπησε να πει την αλφαβήτα. 
Ξερό χλωρό ήταν το ραβδί, χλωρούς βλαστούς πετάει, 
κι απάνω στα αντιβλάσταρα πουλάκια κελαηδούνε. 
Σ’αυτό το σπίτι πού’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει, 
 κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήσει. 

 Το φιλοδώρημα που μας έδιναν τότε δεν ήταν χρήματα,(εξ άλλου τα χρήματα τότε δεν είχαν καμιά αξία, αρκεί να σας πω πως με ένα εκατομμύριο Ραλικά λεφτά έπαιρνεςδύο τσιγάρα χύμα από κούτα των 88 τσιγάρων κι όταν ο Γιοχανάς στα Μαζέϊκα άρχισε να δίνει τρία τσιγάρα στο εκατομμύριο βγήκε το σλόγκαν Τρία τα έχει ο Γιοχανάς, τρία τα έχει ο Γιοχανάς). Έτσι λοιπόν αντί για λεφτά μας έδιναν καρύδια, μύγδαλα και καμιά φορά μαύρες σταφίδες. 

Όταν όμως ήρθε ο Βουρλής, μας έμαθε για την πρωτοχρονιά νέα κάλαντα που ήταν: 

 Άγιος Βασίλης με χαρά, έφερε την πρωτοχρονιά, 
άρχοντες ας χαρούμε, καλώς ήρθες ας της πούμε, 
 που πάλι αξιωθήκαμε νέα χρονιά και είδαμε, 
ποιος ξέρει αν θα ζούμε και του χρόνου να χαρούμε. 
Δώρα στα χέρια της κρατεί και τα μοιράζει γελαστή. 
Όλοι ας τα δεχτούμε και του χρόνου ας της πούμε. 
Σ’αυτό το σπίτι πού’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει, 
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει. 

Έτσι είπα τα κάλαντα την πρωτοχρονιά του 1945 μαζί με το φίλο μου αείμνηστο Λούη Σκάρπα(του Καράγιωργα) και πιστέψτε με ήταν τα ωραιότερα κάλαντα της ζωής μου, γιατί είχαν άρωμα ελευθερίας.

No comments: