Την Κυριακή της 29ης Δεκεμβρίου 2013 ευρισκόμενος στο χωριό μου (μας) παραβρέθηκα στο 40ήμερο μνημόσυνο του πρόσφατα μεταστάντος υπεραιωνόβιου Λευκάσιου (Τσορωτιώτη) ΚαβουρινοΚώστα. Θεώρησα καθήκον μου να αφιερώσω στη μνήμη του μερικές θυμησές μου από το βίο του. Πολλές φορές κονταροχτυπήθηκε με το Χάροντα στα μαρμαρένια αλώνια ο ΚαβουρινοΚώστας, τον αψηφούσε και τον χλεύαζε, δεν θα με πάρεις Χάροντα πριν κλείσω τον αιώνα, του έλεγε, και τα κατάφερε να τον κλείσει και να τον περάσει. Έφτασε τα 102 του χρόνια με πλήρη διαύγεια πνεύματος, που ένεκα της φθοράς του χρόνου κι όχι του Χάροντα, μετέβη από τη γήινη προσωρινότητα στην επουράνια αιωνιότητα τόσο απλά κι ωραία, όπως εύχονται όλοι οι θνητοί να τους συμβεί. Ο σύγχρονος υπεραιωνόβιος, Κων/νος Αθανασόπουλος ( ΚαβουρινοΚώστας) ευτύχησε να δει και να χαρεί παιδιά, νύφη, γαμπρούς, εγγόνια και δισέγγονα.
Γεννήθηκε, μεγάλωσε, έζησε, πέθανε κι ετάφη στη γενέθλια γη, γράφοντας τη δική του σελίδα στην ιστορία του χωριού. Είχα δεν είχα κλείσει τα 8 μου χρόνια που κρατήθηκε στο μυαλό μου μια εικόνα από το γάμο του, τότε που το συμπεθεριό κίνησε να πάει στα Κρινόφυτα να φέρει, την εκλεκτή της καρδιάς του, Βάσιω Χάλα, νύφη στο χωριό. Η εκκίνηση έγινε από το αλώνι της βρύσης, πάνω από το καλύβι του Αλέξη Κατσή, οι συγχαρικιαραίοι, Αντρέας Γαβάζος (γιος του παπά Κατσή), Αντρέας του Ζουρνά και Γιώργης Κοκοράκης, χόρευαν πάνω στα σελωμένα άλογά τους. Όλο σχεδόν το χωριό με άλογα, μουλάρια ,ακόμα και γαϊδούρια σχημάτισαν μια πομπή που χώθηκε στου Χάρη του Δελλή το χωράφι για να πάει στα Κρινόφυτα από τον Φιλαίικο Αϊ Γιώργη και να γυρίσει κοντά το απόγευμα από την Κρίκια, φέρνοντας μαζί τους τη νύφη.
Σε δύσκολη εποχή παντρεύτηκαν, η κατοχή ήταν στο κορύφωμά της, μα ποιος μπορεί να σταματήσει τη ζωή που συνεχίζεται, έστω και αν αυτός είναι Γερμανική Ναζιστική Μπότα; Πιασμένο χέρι , χέρι το ζευγάρι, άρχισε να στήνει το νοικοκυριό του. Πέρα από τις αγροτικές δουλειές, τσαγκάρη τον θυμήθηκα τον Κώστα Καβουρίνο. Το εργαστήρι του το είχε φτιάξει στο σπίτι του και μάλιστα στο δωμάτιο που είναι αριστερά από την κύρια είσοδό του, εκεί έφτιαχνε τα παπούτσια των συγχωριανών του, πότε βάζοντας φόλες στα σχισίματα τους και πότε αλλάζοντας τις φθαρμένες σόλες τους. Έφτιαχνε και καινούργια άρβυλα από δέρμα βακέτα με πρόκες στις σόλες τους για να αντέχουν στις πέτρες και τα καλντερίμια που αφθονούσαν στο χωριό. Σπάνια έφτιαχνε σκαρπίνια και ακόμα πιο σπάνια λουστρίνια , γιατί οι περισσότεροι στο χωριό δεν είχαν χρήματα να πληρώνουν κι έτσι πλήρωναν είτε με είδος είτε με προσφορά εργασίας.
Πανέξυπνος όπως ήταν έγινε και μελισσοκόμος, έφτιαξε νομίζω 4 με 5 κυψέλες, θυμάμαι την άνοιξη που αμόλαγαν, φορούσε μια κουκούλα που στο πρόσωπό του είχε μια κρησάρα σαν εκείνη που οι μανάδες μας κοσκίνιζαν το αλεύρι να ζυμώσουν ψωμί, έπαιρνε κι ένα καπνιστήρι, είχε έτοιμο και το νέο κουβέλι (κυψέλη) κι έτρεχε κοντά του να δει που θα σταματήσει η Βασίλισσα και γύρω της να μαζευτούν οι μέλισσες σχηματίζοντας ένα σταφύλι. Τότε εμείς τρέχαμε στου Ρηγόπουλου το κτήμα να του φέρουμε μελισσοχόρταρο με άρωμα μέντας να το τρίψει στη σχισμή της άδειας κυψέλης, η μυρουδιά του χόρτου τραβούσε τη Βασίλισσα σαν μαγνήτης, παρατούσε το σημείο που είχε σταματήσει κι έμπαινε στην κυψέλη. Έτσι θυμάμαι έπιασε ένα καινούριο μελίσσι από μια μυγδαλιά που ήταν στου Ρακαντάνη τον κήπο.
Η κατοχή τέλειωσε όπως τέλειωσε και ο εμφύλιος, άνοιξε η Αμερική και άρχισε η Ούντρα να φέρνει τρόφιμα, ρούχα και παπούτσια, τα άρβυλα αντικαταστάθηκαν από στρατιωτικά Ντοκ και τα σκαρπίνια και λουστρίνια από τα εισαγόμενα. Το τσαγκάρικο έκοψε να έχει δουλειά , στο μεταξύ ήρθε και η οικογένεια, έπρεπε κάτι να κάνει. Επινοητικός όπως ήταν, αγόρασε ένα βιολί κι άρχισε να μαθαίνει να παίζει δημοτικά τραγούδια, τον βοήθησε και το γεγονός ότι σταμάτησε να παίζει και η κομπανία των παραδοσιακών οργάνων καραμούτζες και νταούλι των Γιαννακόπουλων (σκοτώθηκε ο γιος του ΜαστροΓιώργη Θανάσης στο Γράμο ,που υπηρετούσε ως Δόκιμος Ανθυπολοχαγός), έτσι σχηματίστηκε νέα κομπανία από κλαρίνο, λαγούτο και βιολί. Στο κλαρίνο ο ΜπουρουτόΓιαννης, στο λαγούτο ο γιος του Μπουρούτη Γιώργης και στο βιολί ο Κώστας, τους βοηθούσε και ο άλλος γιος του Μπουρούτη Φώτης με την κιθάρα του, όσο ήταν μαθητής Γυμνασίου. Με την κομπανία αυτή διασκέδαζαν στις γιορτές και τα πανηγύρια, στους γάμους και στα βαφτίσια όχι μόνο οι συγχωριανοί τους Τσορωταίοι αλλά και τα γύρω Χωριά.
Σαν βιολιστής και τραγουδιστής ανέβαζε το κέφι, πολλές φορές άλλαζε μερικούς στίχους του τραγουδιού και προσάρμοζε δικούς του. Θυμάμαι, όταν τύχαινε να χορεύουμε ξενιτεμένα παιδιά από το χωριό έλεγε « Μανάδες που έχετε παιδιά μην τα πολυαγαπάτε, τι η ξενιτιά τα χαίρετε κι εσείς τα πεθυμάτε.»
Αυτός ήταν ο Καβουρινο Κώστας κι επειδή ο σοφός λαός μας λέει ότι δεν πεθαίνει κανείς όταν κλείνει τα μάτια αλλά όταν ξεχνιέται, είναι αδύνατον να ξεχαστεί.
Ελαφρύ το χώμα της πατρώας γης που τον σκέπασε.
No comments:
Post a Comment