Ο Θανασάκης κι ο Αντρούτσος διαγκωνίζονταν ποιος θα κατακτούσε την καρδιά της Φωτούλας που ήταν όμορφη και ωραία, κόρη της χήρας Τσέλιαινας που έμενε με την ηλικιωμένη μάνα της στο μισό σπίτι που έχει σήμερα ο Αριστείδης (δεξιό μέρος). Ο Θανασάκης, ο δανδής της εποχής, ο καλλίφωνος τραγουδιστής και άριστος χορευτής, όποια πόρτα κι αν χτυπούσε να μπει σαν γαμπρός, θα άνοιγε διάπλατα, μα αυτού η καρδιά χτυπούσε μόνο για τη Φωτούλα. Για της Φωτούλας την καρδιά χτυπούσε και η καρδιά του Αντρούτσου που σίγουρα δεν είχε τα προσόντα του Θανασάκη αλλά ήταν καλαμπουρτζής και πειραχτήρι, δραστήριος, δουλευτής και έκανε και τον κυνηγό.
Η Τσέλιαινα, ξύπνια γυναίκα, έκλεινε προς τον Αντρούτσο. Της άρεσε η σιγουριά για την κόρη της.
Κάποτε αρρώστησε βαριά , βρήκε την ευκαιρία ο Θανασάκης να πάει να τη δει και μαζί με τη γερόντισσα να δει και τη Φωτούλα. Χτύπησε την πόρτα και άκουσε από μέσα.
- Ποιος είναι;
- Εγώ είμαι θεια, ο Θανασάκης, έμαθα πως αρρώστησες και ήρθα να σε δω.
- Δεν μπορώ Θανασάκη μου, είμαι άρρωστη η κακομοίρα δεν μπορώ να σηκωθώ να σου ανοίξω, λείπει και η Φωτούλα, έλα κάποια άλλη μέρα, άντε μου στο καλό.
Ο Θανασάκης έφυγε πικραμένος , γιατί ήταν βέβαιος ότι η Φωτούλα ήταν μέσα. Την επόμενη ή την μεθεπόμενη ημέρα, χτύπησε την πόρτα ό Αντρούτσος, ακούστηκε από μέσα η ίδια φωνή.
-Ποιος είναι;
-Εγώ είμαι ο Αντρέας θεια.
-Φωτούλα, Φωτούλα, άνοιξε την πόρτα, παιδί μας Ντούτσος είναι.
Η πόρτα άνοιξε, μπήκε μέσα ο Αντρούτσος βρεγμένος, έβγαλε από την τσέπη του μια τσίχλα (πουλί από το κυνήγι του) την έδωσε στη Φωτούλα λέγοντας, πάρε αυτό και φτιάχτο της μάνας.
Βλέποντας η Τσέλιαινα ότι ο Αντρούτσος ήταν βρεγμένος, συνέχισε λέγοντας στην κόρη της, δεν βλέπεις, Φωτούλα; βρεγμένο το παιδί, φέρε μπελερίνα(1), γιούκο(2).
Εξασφαλίζοντας την εύνοια της Τσέλιαινας ο Αντρούτσος κατάκτησε και την καρδιά της Φωτούλας που κατάληξε σε γάμο. Μη έχοντας σπίτι να μείνει το ζευγάρι, γιατί το πατρικό του το είχε ο αδερφός του ο Νικολής, παίρνει τη γυναίκα του και πάει στο Ριόλο που είχε διορισθεί δάσκαλος ο άλλος αδερφός του Δημήτρης, κι έτσι εκεί έστησε το σπιτικό του.
Τον δεύτερο ή τρίτο χρόνο μετά την έναρξη του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου, επαναπατρίστηκε στο χωριό ο Αντρούτσος με την οικογένειά του , τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του(θαρρώ, το Βασίλη, την Αθανασία και τον μικρό Γιώργο). Νοίκιασε το σπίτι του Αλέξη Ζαφειρόπουλου (το σημερινό μισό καφενείο), άνοιξε καφενείο το μπροστινό δωμάτιο του Κρούσια και άρχισε να χτίζει το δικό του σπίτι, σε μια σάρα, κάτω από του Τράκα, κοντά στο ρέμα (σήμερα το σπίτι αυτό το έχει ο Αριστείδης Σταθακόπουλος).
Θυμάμαι , στη διαμόρφωση του χώρου για τα θεμέλια , είχε μαζευτεί όλο το χωριό σε ξέλαση(3) να τον βοηθήσει, γινόταν ένας πανζουρλισμός από τραγούδια και ανέκδοτα. Το σπίτι τέλειωσε κι έβαλε την οικογένειά του μέσα, φεύγοντας από του Αλέξη το δωματιάκι, άλλαξε και καφενείο ανοίγοντας στου Ντουβή το σπίτι που ήταν πιο μεγάλο, αυτοτελές, πάνω στο αλώνι και προσήλιο.
Ο Αντρούτσος έκανε με τη Φωτούλα άλλα τρία παιδιά ,αν δεν κάνω λάθος (Διαμαντή, Σπύρο και Κώστα) και συνέχισε τη δημιουργική του πορεία, γράφοντας έτσι τη δική του σελίδα στην ιστορία του Λευκασίου.
Σε ότι αφορά τον Θανασάκη, ξέχασε τη Φωτούλα , παντρεύτηκε τη Σταυρούλα του Μπουζιώτη , έκανε μαζί της δύο παιδιά, την Ειρήνη και τον Ντίνο(Κωνσταντίνο) και εκπατρίστηκε προς αναζήτηση καλύτερης ζωής, για τον ίδιο και την οικογένειά του. Η χώρα που επέλεξε να πάει ήταν η Αργεντινή.
Δυστυχώς όμως στην Αργεντινή ύστερα από λίγα χρόνια δημιουργήθηκε οικονομικό πρόβλημα και μπήκε το Δ.Ν.Τ . για την διευθέτηση του χρέους της .(δηλαδή σαν εμάς τώρα). Οι περισσότεροι από τους μετανάστες έχασαν τα λεφτά τους και πολλοί από αυτούς, ξαναγύρισαν στις πατρίδες τους, μεταξύ των οποίων και ο Θανασάκης,. ο οποίος συνέχισε την προηγούμενη αγροτική του ζωή. Ήταν μια χειμωνιάτικη νύχτα του 1951 ή 1952 που μερικοί γλεντζέδες, με νταούλι και κλαρίνο ανέβαιναν προς τη ράχη τραγουδώντας, το τραγούδι << Καπετάν Αντρέα Ζέπο χαίρομαι όταν σε βλέπω κ.λ.π. >> τότε άκουσα τη μάνα μου από το διπλανό παραγώνι να λέει του πατέρα μου
- Γιάννη αυτός δεν είναι ο Θανασάκης ο Κατσής;
- Ναι αυτός πρέπει να είναι,
της απάντησε. Την άλλη μέρα πράγματι μαθεύτηκε ότι γύρισε ο Θανασάκης του παπά Κατσή από την Αργεντινή. Τόσο ήταν χαρακτηριστική η φωνή του που δύσκολα ξεχνιόταν. Έγραψε κι αυτός, τη δική του σελίδα στην ιστορία του Λευκασίου,
Σημείωση :
(1). (Μ)πελερίνα :Γυναικείο σάλι, ωοειδές πλεγμένο με κορσέ(βελονάκι) και με νήμα από μαλλί πρόβατου στη ρόκα γνεσμένο. Το πλέξιμο ξεκινούσε με σχήμα φαρδιάς λωρίδας και σιγά, σιγά προσθέτοντας και αφαιρώντας πόντους, ώστε αναδιπλούμενο να καλύπτει τους ώμους, τις πλάτες μέχρι και τη μέση , όπως επίσης και το στήθος σταυρωτά και δέσιμο πίσω σε φιόγκο. ΄Ήταν βαρύ και πολύ ζεστό.
(2). Γιούκος: Τα βαριά ρούχα (Κιλίμια, Απλάδες, Χράμια, Μαντανίες), όλα στον αργαλειό φτιαγμένα, αλλά και κουβέρτες μηχανής και παπλώματα όμορφα διπλωμένα και τοποθετημένα πάνω σε σεντούκι ή μπαούλο.
(3). Ξέλαση: Ο σημερινός εθελοντισμός .
No comments:
Post a Comment