Sunday, October 30, 2022

Σκέψεις – Απόψεις – Προτάσεις για το Χωριό

Το καλοκαίρι  έρχεται, μήπως πρέπει να κάνουμε κάτι  για το χωριό μας; Εγώ προτείνω.  

Πολλές φορές έχουν βασανίσει το μυαλό μου διάφορες σκέψεις γύρω από το Χωριό μου (μας), οι σκέψεις μου αυτές παρουσιάζονται υπό μορφή ερωτημάτων που θέτω εγώ στον εαυτό μου και από τον οποίο απαιτώ απαντήσεις, ενδεικτικά αναφέρω μερικές, όπως:  

Τι είναι το Χωριό; Ποιες είναι οι ομορφιές του;  Είσαι ικανοποιημένος από τη σημερινή του παρουσία;  αν Ναι, μπορεί να γίνει καλύτερο και με ποιον τρόπο; Έχει τις απαιτούμενες υποδομές, ώστε αν αξιοποιηθούνε κατάλληλα να γίνουν πόλος έλξης των νέων για να έχει ζωντάνια και προοπτική μέλλοντος ή τείνει να γίνει  χώρος Μουσειακός; Έχει ιστορία ο τόπος του και ποια είναι αυτή; Εσύ μπορείς να την αναδείξεις; Με ποιον τρόπο; Σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα και πολλά άλλα , έχεις απαντήσεις;  Έχεις προτάσεις που να είναι υλοποιήσιμες;


Ομολογώ  ότι μου είναι, αν όχι ακατόρθωτο, πολύ δύσκολο να απαντήσω με αντικειμενικότητα στα παραπάνω ερωτήματα γιατί σίγουρο είναι ότι θα έχουν και το στοιχείο της υποκειμενικότητας. Επομένως απόψεις εκφράζω που τίθενται στη βάσανο της κριτικής, της αποδοκιμασίας ή της επιδοκιμασίας και επειδή είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι, το να πεις ή να κάνεις κάτι ή ακόμα να προτείνεις κάτι είναι καλύτερο από το να μην κάνεις τίποτα και εφόσον το κάτι είναι εχθρός του τίποτα, το τολμώ.


Είναι βέβαιον ότι το Χωριό, δηλαδή αυτός καθαυτός ο οικισμός, έχει  χάρες κι ομορφιές, πολλές από αυτές έχουν αναδειχτεί με πλειάδα φωτογραφιών που έχουν ανεβαστεί στην ιστοσελίδα του Λευκασίου και για αυτές ακόμα που δεν μπορούν να εκφραστούν με φωτογραφίες έχουν γραφτεί πολλά, τέτοιες π.χ είναι το ξηρό και υγιεινό του κλήμα, ο ορίζοντάς του, η ρυμοτομία του (έχουν πρόσβαση όλα τα σπίτια με αυτοκίνητο, πλην ελαχίστων, μεταξύ των οποίων και το δικό μου), το δάσος του και οι καλοί του άνθρωποι που σαν σε συναντήσουνε σου λένε καλημέρα, βγαλμένη από την καρδιά τους.


Αλλά χωριό δεν είναι μόνο ο οικισμός, είναι τα βουνά, οι λόφοι, οι ρεματιές και τα λαγκάδια του, είναι οι πλαγιές, τα δάση και τα ξέφωτά του, οι νερομάνες, τα στανοτόπια και οι αγροτόδρομοι, είναι τα ξωκλήσια και τα εικονοστάσια του, τα ιστορικά του μνημεία, ακόμα  και τα τοπωνύμιά του, έχουν να μας πουν πολλά.


Επειδή κι εγώ, το χωριό μου δεν το θέλω νεκρό, μουσειακό και απαρχαιωμένο, να μυρίζει μούχλα και ναφθαλίνη, αλλά το θέλω ζωντανό, δραστήριο και πολύβουο από τις φωνές και το ποδοβολητό των  νέων ανθρώπων που έρχονται προσκυνητές, θα έλεγα, στον τόπο των γονιών ή των παππούδων τους, να μιλούν για τις ομορφιές του με τέτοια θέρμη, που μας λένε ξεκάθαρα πως είναι βλαστάρια τούτου του χωριού κι ας γεννήθηκαν έξω πολλοί από αυτούς. Τα νιάτα είναι νιάτα, έχουν την ορμή, το αψίκορο, το ασυμβίβαστο, αλλά έχουν και το άρωμα του αύριο που έρχεται, δεν είναι το παρελθόν που φεύγει, θέλουν όμως να μάθουν για το παρελθόν για να δημιουργήσουν το δικό τους αύριο.


Να ο τομέας που μπορεί να γίνει πόλος έλξης των νέων μας, είναι η αναγνώριση πέρα από τον οικισμό και του υπόλοιπου χώρου του Χωριού.


Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να επιλεγούν τρεις με τέσσερις αγροτόδρομοι, να καθαριστούν από τα κλαριά που τους έχουν φράξει, να γίνουν βατοί ώστε να αποτελέσουν διαδρομές πεζοπορίας, να τους περπατήσουν, να ιδρώσουν, να σμίξει ο ιδρώτας τους με εκείνον των προγόνων τους, να μάθουν τις τόσες μικρές ιστορίες, του κάθε μέρους που θα περνούν και τότε θα νιώθουν πιο ευχάριστα και θα αγαπήσουν το χωριό περισσότερο, γιατί θα έχουν μάθει την ιστορία και θα έχουν δει τις ομορφιές, του άλλου χώρου του Χωριού, που δεν φαίνονται και όμως υπάρχουν.


Μα…..Θα μου πείτε, με την σημερινή κρίση που περνάμε και με τη Διοικητική δομή των Δήμων του Καλλικράτη είναι δυνατόν να διατεθούν χρήματα σε ένα μικρό Διοικητικό Διαμέρισμα  όπως είναι το Λευκάσιο, που έχει λίγους ψήφους κι εκείνους μοιρασμένους;  ούτε να το συζητάς. Ναι, έχετε δίκιο. Είναι γεγονός ότι ο κάθε Δήμαρχος θα κοιτάξει να φτιάξει πρώτα τη βιτρίνα του Δήμου που δεν είναι άλλη από την έδρα του και από την οποία θα εξαρτηθεί η επανεκλογή του ή όχι και  δεύτερον να ικανοποιήσει τα αιτήματα  εκείνων των Δ.Δ που εκλέγονται δημοτικοί Σύμβουλοι και τέλος αν απομείνουν ψίχουλα μπορεί να διατεθούν σε Δ.Δ όπως το Λευκάσιο, αλλά εδώ θα παίξει πρωτεύοντα ρόλο ο πρόεδρος του τοπικού διαμερίσματος που είναι νέος, με όραμα, θέληση και πείσμα, είμαι δε βέβαιος ότι διαθέτει και την ανιδιοτέλεια και άμα πιστέψει και αυτός  σε αυτή την πρόταση μπορεί να πετύχει πολλά. Αν παρ ελπίδα δεν τα καταφέρει, τότε  να ζητήσει την αρωγή του Συλλόγου και τον εθελοντισμό των ίδιων των νέων (εξ άλλου έχουν νομίζω εκφράσει εμμέσως πλην σαφώς την επιθυμία για συμμετοχή τους σε έργα προβολής του χωριού μας). Εγώ πιστεύω πως πολλοί, μαζί και με μένα θα έρθουμε αρωγοί σε μια τέτοια προσπάθεια.


Μίλησα για τέσσερις διαδρομές, δεν είναι απαραίτητο να καθαριστούν όλες την ίδια χρονιά, ας γίνουν σε βάθος χρόνου, να γίνει όμως η αρχή.


Τέτοιες διαδρομές προτείνω να αποτελέσουν οι αγροτόδρομοι που περπατήθηκαν πολύ από τους προγόνους μας και είναι σε απόσταση μιας και πλέον ώρας πεζοπορία και επειδή πιστεύω πως πολλοί  από τους νέους μας δεν γνωρίζουν ότι  πίσω από την Αγία Τριάδα, τη Λόφκα, τον προφήτη Ηλία και μέχρι το δημόσιο δρόμο Τρίπολη–Μαζέικα όλος αυτός ο χώρος ανήκει στο Χωριό μας.


Η μία διαδρομή προτείνω να ξεκινήσει από αυτή την πλευρά. Ο χώρος αυτός έχει δύο δρόμους, ο ένας ξεκινούσε από τον καλογερικό Μύλο, ανέβαινε το μελίσσι, περνούσε  τον κοκκινόβραχο, έφτανε στο παλιάλωνο τη φωνισκαριά, τη λόφκα , το σταυρό, την κρίκια και κατέληγε στο χωριό και ο άλλος ξεκινούσε από την Καρούτα που ήταν μετόχι της Μονής του Αγίου Αθανασίου ανέβαινε τα τριλάγκαδα, έφτανε στου καμαριού τη βρύση, τις κορδέλες, λόφκα σταυρό, κρίκια και Χωριό (και οι δύο αυτοί δρόμοι για μένα είναι  εξ ίσου ισάξιοι και ενδιαφέροντες).


Η δεύτερη διαδρομή που θα πρότεινα είναι εκείνος ο δρόμος που ξεκινούσε από του Ντάρα ( τα σπίτια τα Σκαρπαίικα και το νερόμυλο του Κολοκυθώνη) ανέβαινε στον Άγιο Κωνσταντίνο , περνούσε  την Καριά έφτανε  στον αυχένα και κατέβαινε το Κόλλημα, την Κατουνίστα, το Ζερβό, το σταυροδρόμι, τον Αι Γιώργη και από το χαλιά  έφτανε στο Χωριό.


Για τρίτη διαδρομή  προτείνω το δρόμο που ξεκινούσε από τον Αι Θόδωρο , έφτανε στην Ανάληψη , κατέβαινε την Κιάφα, τα Παλιάμπελα, τον Παλιόμυλο, το Καλύβάτσι, Αι Γιάννη και Χωριό.


Ως τέταρτη διαδρομή άφησα την κλασική διαδρομή  Μαζέικα – Λευκάσιο από τον παλιό δρόμο, το έκανα συνειδητά, γιατί αυτόν το δρόμο δεν τον θεωρώ διαδρομή αλλά περίπατο αφού τον περνούσα δύο φορές τη μέρα, επί έξι χρόνια συνεχώς και φυσικά όχι μόνο εγώ αλλά όλοι οι εκ Λευκασίου μαθητές του Γυμνασίου και όχι μόνο.


Οι  αφετηρίες των παραπάνω διαδρομών έχουν πρόσβαση με αυτοκίνητο.


Θα πρότεινα ακόμα κι έναν ποδηλατόδρομο που να έχει αφετηρία την πλατεία της ράχης να ανεβαίνει στο σπίτι του Τσαμένου να συνεχίζει, πάνω από του Κοκοράκι, να βγαίνει κοντά στη δεξαμενή, να παίρνει στροφή και να διασχίζει το δάσος να φτάνει στο καμίνι και να συνεχίζει να βγαίνει στην κρίκια και από κει  να κατεβαίνει στο χωριό, έτσι θα δοθεί η ευκαιρία στους νέους μας να γνωρίσουν από κοντά τα δέντρα που σχηματίζουν  το δάσος, το πουρνάρι, το σφεντάμι, την τρικοκιά , τη γλατζινιά, τους κέδρους στο καμίνι (αν υπάρχουν ακόμα βέβαια) 

 

Για τις προτεινόμενες διαδρομές και εφ’ όσον τύχουν της επιδοκιμασίας, πιστεύω  όχι μόνο εγώ, αλλά και πολλοί άλλοι, έχουμε να γράψουμε και ιστορία και στιγμιότυπα από την καθημερινότητα των συμπατριωτών μας που τις ακολουθούσαν.


Εξυπακούεται δε ότι αυτές θα γίνονται οργανωμένες σε ομάδες και με συνοδό που θα γνωρίζει τον τόπο και θα μπορεί να υποδεικνύει τα σημεία που θα αναφέρονται στην ιστορία ή τα στιγμιότυπα της κάθε διαδρομής.


Ακόμα θα τους δοθεί η ευκαιρία να δουν τα στανοτόπια των προγόνων τους, τα ξωκλήσια και τα εικονοστάσια, τρία ήταν τα εικονοστάσια των οποίων τα καντήλια τους ήταν συνεχώς αναμμένα(ένα στο σταυρό στη Λόφκα  φτιαγμένο πρόχειρα με πέτρες του χώρου, το άλλο στην κακιά σκάλα στης Παναγιάς το ρέμα που δεν ξέρω αν υπάρχει σήμερα και το τρίτο πιο κάτω από τον Αι Γιώργη στο σταυροδρόμι.

Θα μάθουν τα τοπωνύμια πολλά από τα οποία, κάτι έχουν να μας πουν, όπως Κιβούρι, Παλιόμυλο, κ.λ.π.  Οι διαδρομές που προτείνονται έχουν πολλά ενδιαφέροντα να μας πουν, γι αυτό και προτείνονται.


Στο ερώτημα αν έχει ιστορία το Χωριό; Βεβαίως και έχει ιστορία το χωριό , κάθε τόπος έχει τη δική του ιστορία  την οποία γράφουν οι άνθρωποι που γεννιούνται, ζουν δραστηριοποιούνται  και πολλοί από αυτούς πεθαίνουν  σ’αυτόν. Το Χωριό μας είναι προνομιούχο γιατί σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα έχει δύο ιστορίες, εκείνη του οικισμού Τσορωτά που δεν έχει αποδειχτεί επισήμως από πότε φέρει αυτή την ονομασία  και εκείνη του Λευκασίου που έλαβε στις 19|7|1928 με το ΦΕΚ156|1928, και η μια και η άλλη είναι εξ ίσου ενδιαφέρουσες για εκείνους που επιθυμούν  να την αναζητήσουν και να την καταγράψουν, εγώ προσωπικά συλλέγω στοιχεία τα οποία κάποτε θα τα παρουσιάσω, τώρα όμως όλοι μαζί  γράφουμε την ιστορία του σύγχρονου Λευκάσιου και αυτό είναι ελπιδοφόρο γιατί οι επερχόμενες γενεές θα βρουν στοιχεία να διαβάζουν το πως ζήσαμε και ζούμε σήμερα.

 
Τι θα λέγατε να ξεκινήσουμε  μια προσπάθεια για να αναδείξουμε το μοναδικό ιστορικό μνημείο του χωριού μας της Παναγιάς το Βράχο; Μηχάνημα του Δήμου να διανοίξει  πεζόδρομο μέχρι τα ριζά του βράχου  και από κει είτε με δαπάνη του Δήμου ή δική μας να κατασκευαστεί ασφαλής ανάβαση μέχρι το εκκλησάκι, εκεί που το 1826 οι ορδές του Ιμπραήμ προσπάθησαν να το κάψουν μαζί με τους έγκλειστους σε αυτό κατατρεγμένους αλλά  απροσκύνητους συμπατριώτες μας, Τσορωταίους και Φιλαίους. 


Έχει παρατηρηθεί τελευταία η τουριστική προβολή και ανάπτυξη της Μονής Αγίου Αθανασίου(πολλά πούλμαν επισκέπτονται τη Μονή), καλόν θα ήταν να κάνουν και μια στάση στην αγία Παρασκευή και να ενημερώνονται για αυτή την περιπέτεια, γι αυτόν ακριβώς το λόγο παρακαλείται  ο Δικηγόρος και ιστοριοδίφης Δημήτρης Σταθακόπουλος να βρεi και να καταγράψει το ιστορικό.


Το καλοκαίρι που βρέθηκα στο χωριό, σε μια συζήτηση που είχα με τον δραστήριο παπά Δημήτρη μας, του έκανα αυτή την πρόταση και μου είπε ότι όχι μόνον την βρίσκει ενδιαφέρουσα, αλλά κι αυτού το όνειρο είναι μια μέρα να λειτουργήσει σ’αυτό το εκκλησάκι και με τον πρόεδρο του Τ.Δ. συζήτησα το θέμα και μου είπε ότι και αυτός το  βρίσκει πολύ ενδιαφέρον.

Εμπρός λοιπόν  ιδού πεδίον δόξης λαμπρό.


Το χωριό μας στερείται αίθουσας πολλαπλών χρήσεων για την πραγμάτωση πολιτιστικών εκδηλώσεων, η αίθουσα του Σχολείου που φτιάχνεται όπως φαίνεται δεν έχει τελειωμό και δεν βλέπω δυστυχώς εναλλακτική λύση, θα μπορούσα να προτείνω την ανακατασκευή της πλατείας Σούφη και την αξιοποίηση του Κοινοτικού γραφείου, αλλά με τι χρήματα;            


Saturday, October 29, 2022

Ο Θανασάκης του παπά Κώστα Κατσή, ο Αντρούτσος του Βασίλη Αρφάνη και η Φωτούλα της Τσέλιαινας

Ο Θανασάκης κι ο Αντρούτσος διαγκωνίζονταν ποιος θα κατακτούσε την καρδιά της Φωτούλας που ήταν όμορφη και ωραία,  κόρη της χήρας Τσέλιαινας που έμενε με την ηλικιωμένη μάνα της στο μισό  σπίτι που έχει σήμερα ο Αριστείδης (δεξιό μέρος). Ο Θανασάκης, ο δανδής της εποχής, ο καλλίφωνος τραγουδιστής και άριστος χορευτής, όποια πόρτα κι αν χτυπούσε να μπει σαν γαμπρός, θα άνοιγε διάπλατα, μα αυτού η καρδιά χτυπούσε μόνο για τη Φωτούλα. Για της Φωτούλας την καρδιά χτυπούσε και η καρδιά του Αντρούτσου που σίγουρα δεν είχε τα προσόντα του Θανασάκη αλλά ήταν καλαμπουρτζής και πειραχτήρι, δραστήριος, δουλευτής και έκανε και τον κυνηγό.

 Η Τσέλιαινα, ξύπνια γυναίκα, έκλεινε προς τον Αντρούτσο. Της άρεσε η σιγουριά για την κόρη της.

 Κάποτε αρρώστησε βαριά , βρήκε την ευκαιρία ο Θανασάκης να πάει να τη δει και μαζί  με τη γερόντισσα να δει και τη Φωτούλα.  Χτύπησε την πόρτα και άκουσε από μέσα.

- Ποιος είναι;

- Εγώ είμαι θεια, ο Θανασάκης, έμαθα πως αρρώστησες και ήρθα να σε δω.

- Δεν μπορώ Θανασάκη μου, είμαι άρρωστη η κακομοίρα δεν μπορώ να σηκωθώ να σου ανοίξω, λείπει και η Φωτούλα, έλα κάποια άλλη μέρα, άντε μου στο καλό. 

Ο Θανασάκης έφυγε πικραμένος , γιατί ήταν βέβαιος ότι η Φωτούλα ήταν μέσα. Την επόμενη ή την μεθεπόμενη ημέρα, χτύπησε την πόρτα ό Αντρούτσος, ακούστηκε από μέσα η ίδια  φωνή.

-Ποιος είναι;

-Εγώ είμαι ο Αντρέας θεια.

-Φωτούλα, Φωτούλα, άνοιξε την πόρτα, παιδί μας Ντούτσος είναι.  

Η πόρτα άνοιξε, μπήκε μέσα ο Αντρούτσος βρεγμένος, έβγαλε από την τσέπη του μια τσίχλα (πουλί από το κυνήγι του) την έδωσε στη Φωτούλα λέγοντας, πάρε αυτό και φτιάχτο της μάνας.

Βλέποντας η Τσέλιαινα ότι ο Αντρούτσος ήταν βρεγμένος, συνέχισε λέγοντας στην κόρη της, δεν βλέπεις, Φωτούλα; βρεγμένο το παιδί, φέρε μπελερίνα(1), γιούκο(2).

Εξασφαλίζοντας την εύνοια  της Τσέλιαινας ο Αντρούτσος κατάκτησε και την καρδιά της Φωτούλας που κατάληξε σε γάμο. Μη έχοντας σπίτι να μείνει το ζευγάρι, γιατί το πατρικό του το είχε ο αδερφός του ο Νικολής, παίρνει τη γυναίκα του και πάει στο Ριόλο που είχε διορισθεί δάσκαλος ο άλλος αδερφός του Δημήτρης, κι έτσι εκεί έστησε το σπιτικό του.  

Τον  δεύτερο ή τρίτο  χρόνο μετά την έναρξη του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου, επαναπατρίστηκε στο  χωριό ο Αντρούτσος με την οικογένειά του , τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του(θαρρώ, το Βασίλη, την Αθανασία και τον μικρό Γιώργο). Νοίκιασε το σπίτι του Αλέξη Ζαφειρόπουλου (το σημερινό μισό καφενείο), άνοιξε καφενείο το μπροστινό δωμάτιο του Κρούσια και άρχισε να χτίζει το δικό του σπίτι, σε μια σάρα,  κάτω από του Τράκα, κοντά στο ρέμα (σήμερα το σπίτι αυτό το έχει ο Αριστείδης Σταθακόπουλος).

Θυμάμαι , στη διαμόρφωση του χώρου για τα θεμέλια , είχε μαζευτεί όλο το χωριό σε ξέλαση(3)  να τον βοηθήσει, γινόταν ένας πανζουρλισμός από τραγούδια και ανέκδοτα. Το σπίτι τέλειωσε κι έβαλε την οικογένειά του μέσα, φεύγοντας από του Αλέξη το δωματιάκι, άλλαξε και καφενείο ανοίγοντας στου Ντουβή το σπίτι που ήταν πιο μεγάλο, αυτοτελές, πάνω στο αλώνι  και προσήλιο.

Ο Αντρούτσος έκανε με τη Φωτούλα άλλα τρία παιδιά ,αν δεν κάνω λάθος (Διαμαντή, Σπύρο και Κώστα) και συνέχισε τη δημιουργική του πορεία, γράφοντας έτσι τη δική του σελίδα στην ιστορία του Λευκασίου.

Σε ότι αφορά τον Θανασάκη, ξέχασε τη Φωτούλα , παντρεύτηκε τη Σταυρούλα του Μπουζιώτη , έκανε μαζί της δύο παιδιά, την Ειρήνη και τον Ντίνο(Κωνσταντίνο) και εκπατρίστηκε προς αναζήτηση καλύτερης ζωής, για τον ίδιο και την οικογένειά του. Η χώρα που επέλεξε να πάει ήταν η Αργεντινή.

Δυστυχώς όμως στην  Αργεντινή ύστερα από λίγα χρόνια δημιουργήθηκε  οικονομικό πρόβλημα και μπήκε το Δ.Ν.Τ . για την διευθέτηση του χρέους της .(δηλαδή σαν εμάς τώρα). Οι περισσότεροι από τους μετανάστες έχασαν τα λεφτά τους και πολλοί από αυτούς, ξαναγύρισαν στις πατρίδες τους, μεταξύ των οποίων και ο Θανασάκης,. ο οποίος συνέχισε την προηγούμενη αγροτική του ζωή.  Ήταν μια χειμωνιάτικη  νύχτα του 1951 ή 1952 που μερικοί γλεντζέδες, με νταούλι και κλαρίνο ανέβαιναν προς τη ράχη τραγουδώντας, το τραγούδι << Καπετάν Αντρέα Ζέπο χαίρομαι όταν σε βλέπω κ.λ.π. >> τότε άκουσα τη μάνα μου από το διπλανό παραγώνι να λέει του πατέρα μου

- Γιάννη αυτός δεν είναι ο Θανασάκης ο Κατσής;

- Ναι αυτός πρέπει να είναι,

της απάντησε. Την άλλη μέρα πράγματι μαθεύτηκε ότι γύρισε ο Θανασάκης του παπά Κατσή από την Αργεντινή. Τόσο ήταν χαρακτηριστική η φωνή του που δύσκολα ξεχνιόταν. Έγραψε κι αυτός, τη δική του σελίδα στην ιστορία του Λευκασίου,


Σημείωση :

(1). (Μ)πελερίνα :Γυναικείο σάλι, ωοειδές  πλεγμένο με κορσέ(βελονάκι) και με νήμα από μαλλί πρόβατου  στη ρόκα γνεσμένο. Το πλέξιμο ξεκινούσε με σχήμα φαρδιάς λωρίδας και σιγά, σιγά προσθέτοντας και αφαιρώντας πόντους, ώστε αναδιπλούμενο να καλύπτει τους ώμους, τις πλάτες μέχρι και τη μέση , όπως επίσης και το στήθος σταυρωτά και δέσιμο πίσω σε φιόγκο. ΄Ήταν  βαρύ και πολύ ζεστό.

(2). Γιούκος: Τα βαριά ρούχα (Κιλίμια, Απλάδες, Χράμια, Μαντανίες), όλα στον αργαλειό φτιαγμένα, αλλά και κουβέρτες μηχανής και παπλώματα όμορφα διπλωμένα  και τοποθετημένα πάνω σε σεντούκι ή μπαούλο.

(3). Ξέλαση: Ο σημερινός εθελοντισμός . 

O Μπαλατσιός και ο Έρωτάς του

Σε χρόνια γάμου ήτανε ο Μπαλατσιός, νέος, τσακπίνης και ωραίος. Γλένταγε την ανέμελη ζωή και για γάμο καμιά κουβέντα. Τα προξενιά που του ερχόντουσαν τα απόδιωχνε με τρόπο, είχε βλέπετε και το χάρισμα του λόγου.

Όμως μια μέρα που συνάντησε στο δρόμο του τη χήρα Καρναβίνα, ένιωσε ένα μούδιασμα στο μέρος της καρδιάς. Α! Μπα! Δεν είναι τίποτα, είπε στον εαυτό του και προσπέρασε, με κάποια αδιαφορία. Σαν την ξανασυνάντησε, το μούδιασμα ήτανε πιο δυνατό, έμοιαζε με τσίμπημα καρφίτσας. Θυμήθηκε και το πρώτο μούδιασμα, όπου στο μυαλό του άρχισαν να γεννιούνται διάφορες σκέψεις και συλλογισμοί. Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να πιστέψει πως η καρδιά του λαβώθηκε από τα βέλη του φτερωτού έρωτα. Κάθε πρωί που πλενόταν, μιλούσε με τον εαυτό του στον καθρέφτη και του έλεγε "Μπορεί να είναι ωραία η Διαμαντούλα, μα είναι χήρα και έχει και δυο παιδιά. Όχι, όχι, δε γίνεται να θέλει τη συντροφιά μου."  Έλα μου όμως, που κάθε βραδάκι, η καρδιά του τον έσπρωχνε  να περάσει από το σπίτι της, να της πει το τραγουδάκι που έλεγαν οι παλαιοί όταν μιλούσαν για τις χήρες.


«Της Χήρας το προσκέφαλο, μυρίζει από κυδώνι,

   κι όποιος  το πρώτο μυριστεί, τα νιάτα του σκλαβώνει»


Κάθε βραδάκι, πλέον, αυτή ήταν η καντάδα του, στης χήρας το δρομάκι. Από τις πολλές φορές που της τραγούδαγε, δεν άντεξε η Διαμαντούλα και δέχτηκε τον Μπαλατσιό να γείρει στο κρεβάτι της. Πολλές φορές κοιμήθηκαν οι δυο τους στο ίδιο μαξιλάρι, μα κάποια από αυτές έγινε η ζημιά. Η Καρναβίνα θα φερνε στη ζωή το τρίτο της παιδί κι αυτό θα ήτανε του Μπαλατσιού. Την εποχή εκείνη τα έθιμα ήταν πολύ αυστηρά, έπρεπε να του το πει, πράμα το οποίο κι έκανε. Του είπε, πως είναι έγκυος και περιμένει το παιδί του.

 Στο άκουσμα της είδησης ο Μπαλατσιός έμεινε στήλη άλατος, του ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι, που λέει ο λαός μας, και αποσβολωμένος, σαν χαζός την κοίταζε, χωρίς να αρθρώσει λέξη. Του επανέλαβε την αναγγελία, μα αυτός ήτανε στον κόσμο του.

-Αλέξη άκουσες τι σου είπα;

-Άκουσα, εγώ τι κάνω τώρα;

-Κάνεις ότι κάνουν οι άντρες σε τέτοιες περιπτώσεις, με παντρεύεσαι.

-Κάτσε ρε Διαμαντούλα να το συνειδητοποιήσω μια δυο μέρες και το συζητάμε. 

-Όπως νομίζεις.

Την επόμενη μέρα, ο Μπαλατσιός, έγινε άφαντος από το χωριό. Η Καρναβίνα αποφασίζει και ενημερώνει τον κουνιάδο της Θανάση Σπαθιά. Αυτός το παίρνει προσωπικά το θέμα και σε δύο μέρες μαθαίνει για που αριβάρισε ο δράστης, είχε πάει στην Πάτρα. Δε χάνει καιρό, παίρνει τη νύφη του και πάει να τον βρει. Στην Πάτρα υπηρετούσε στην Αστυνομία ο συμπατριώτης  Αριστείδης  Τσερνοτόπουλος, τον βρίσκει, του εξηγεί  το λόγο που κατέβηκε στην Πάτρα και του ζήτησε, να του πει, αν γνωρίζει που συχνάζουν οι Τσορωταίοι. Ο Αριστείδης φοβούμενος μήπως ο Σπαθιάς κάνει φασαρία στο αντίκρισμα του Μπαλατσιού του λέει, εσείς θα καθίσετε εδώ κι εγώ θα πάω να τον φέρω στο τμήμα, συμφώνησε ο αστυνόμος και έφυγε ο Αριστείδης. Η Πάτρα την εποχή εκείνη ήταν μικρή, δεν άργησε να τον εντοπίσει και σε λίγη ώρα ο Αριστείδης με τον Μπαλατσιό μπαίνουν στο γραφείο του αστυνόμου. Στο αντίκρισμα της Διαμαντούλας και του κουνιάδου της, ο Μπαλατσιός τα χάνει αλλά τον επαναφέρει στην πραγματικότητα  ο αστυνόμος, ρωτώντας τον, με κάποιο ύφος αυστηρό.

 -Την γνωρίζεις αυτή τη γυναίκα;

Ο Μπαλατσιός αφού συνήλθε από την έκπληξη, απαντάει.

 -Τη γυναίκα μου δεν γνωρίζω κύριε Αστυνόμε; Αυτή είναι η Διαμαντούλα η γυναίκα μου.

Αφού είναι η γυναίκα σου και γνωρίζεις τι έχεις κάνει, με συνοπτικές διαδικασίες θα την παντρευτείς και πρόσεξε κακομοίρη μου μη το ξανασκάσεις γιατί η αστυνομία θα σε βρει και θα φορέσεις χειροπέδες αντί δαχτυλίδι. Έτσι παντρεύτηκε ο Μπαλατσιός τη Διαμαντούλα που ήταν ο έρωτάς του, έκαναν  δύο αγόρια κι έζησαν μαζί μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Την ιστορία αυτή, κάπως έτσι, μου την είχε διηγηθεί η Μάνα μου που έτυχε να είναι  ξαδερφονύφη της, από τον άντρα της τον Χρήστο Κάρναβο. Μου την υπενθύμισε, πρόσφατα, και ο ξάδερφός μου, Μίμης (του την είχε πει η Μάνα του σε ανύποπτο χρόνο), έτσι αποφάσισα να την συμπεριλάβω στα Λαογραφικά του Λευκασίου.

Τα Τουρκοβούνια και η Ιστορία τους

Σε τούτο το βράχο, που αετοί και γεράκια έφτιαχναν τις φωλιές τους, εδώ κάποιοι χριστιανοί, άγνωστο ποιοι, πως και πότε, (μπορεί να ήταν καλογριές ή καλόγεροι, αλλά  μπορεί και Τσορωταίοι), εκκλησούλα χτίσανε στο κοίλωμα του βράχου και την αφιερώσανε στης Παναγιάς τη χάρη. 

 

Έτσι και η ρεματιά πείρε το όνομά της κι έμεινε πλέον γνωστή, ως της Παναγιάς το ρέμα. Τούτο το ρέμα, που δεν είναι ρέμα αλλά φαράγκι, το περνούσαν υποχρεωτικά οι κάτοικοι των δύο χωριών Τσορωτά και Φίλια γιατί ήταν ο μόνος σύντομος δρόμος πρόσβασης στην Κλειτορία που ήταν συγκοινωνιακός κόμβος αλλά και έδρα Δήμου με όλες τις υπηρεσίες. Ο δρόμος, όμως, μέχρι το 1950, (κατά το 1950 άρχισε η κατασκευή του ήδη υπάρχοντος ασφαλτόστρωτου Επαρχιακού δρόμου)  ήταν στενός, κρημνώδης (ιδίως από τη στροφή της Αγίας Παρασκευής και μέχρι του Μαρίνη την τρύπα), δύσβατος και επικίνδυνος. 


Αν οι κτήτορες ήταν καλόγριες ή καλόγεροι, πρέπει να βρέθηκε εικόνα της Παναγίας, φυλαγμένη στο κοίλωμα του βράχου, έτσι να έχτισαν, στη χάρη της, το εκκλησάκι και παράλληλα να έχτισαν στην απέναντι πλαγιά του ορεινού όγκου του Προφήτη Ηλία Μονή και να μόναζαν σ’ αυτή, μέχρι που ενδεχομένως καταποντίστηκε από μεγάλη κατολίσθηση.  

Το πιθανότερο είναι να έγινε κάτι τέτοιο καθ’ ότι οι αποχρώσες ενδείξεις που υπάρχουν συνηγορούν προς τούτο.  α)Ένεκα της κατολίσθησης που πρέπει να έγινε ύστερα από μεγάλη και παρατεταμένη νεροποντή, όπου μεγάλο κομμάτι γης, αποκολλήθηκε από τον ορεινό όγκο του προφήτη Ηλία .β) Η εμφάνιση των βράχων του Μπουρίνι (δεν είναι τυχαία η ονομασία τους). γ) Η Σάρα που υπάρχει κάτω από τα βράχια και φτάνει μέχρι σχεδόν τον δρόμο. δ) Ο σχηματισμός της περιοχής Κράτουλα (μορφολογία εδάφους). ε) Το μη συμπαγές έδαφος από το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και μέχρι το  χωράφι της Ρήγαινας προς τα Μαζέικα, που λόγω της σαθρότητας του εδάφους, συνεχώς ολισθαίνουν μικρές πέτρες και χώματα με την παραμικρή νεροποντή, δημιουργώντας προβλήματα στο δρόμο. στ) Ένας πωρόλιθος  ευρισκόμενος στη ρίζα του δέντρου (μπρίνου) που υπάρχει στην είσοδο  της εκκλησούλας  Αγίας Παρασκευής  που μοιάζει με κιονόκρανο,

και τέλος το ίδιο το εκκλησάκι που το έχτισε άγνωστη χριστιανή από του Φίλια και το αφιέρωσε στην Αγία Παρασκευή που υποδηλώνει ότι η μονή ήταν αφιερωμένη στη χάρη της.

Αν δεν συμβαίνει αυτό το ενδεχόμενο, πρέπει να δεχτούμε ότι το έχτισαν Τσορωταίοι εφόσον τα Τουρκοβούνια είναι στην κτηματική περιουσία του χωριού Τσορωτά, και χτίστηκε με στόχο να επικαλούνται την προστασία της Παναγιάς για την ασφαλή διάβαση του δύσβατου και λίαν επικίνδυνου δρόμου της χαράδρας.


Όπως και να έχει το ιστορικό της εκκλησούλας, η μοίρα το θέλησε να γίνει  απόρθητο φρούριο και φύλακας άγγελος για τους απροσκύνητους Τσορωταίους και Φιλαίους που κλείστηκαν εκεί για να γλιτώσουν την ατίμωση από τις ορδές του Ιμπραήμ που στρατοπέδευσε για δεύτερη φορά το 1826 στην περιοχή. Το Ιστορικό της μάχης που δόθηκε, την αναφέρει ο Λευκάσιος Δικηγόρος-μουσικολόγος και ιστορικός Δρ. Δημήτριος Οδυσσέως Σταθακόπουλος στις σελίδες  66-69 του πονήματός του, με τίτλο, Λευκάσιοι (Τσορωταίοι) Αγωνιστές του 1821,  που αποτέλεσε προδημοσίευση του Βιβλίου του <<Το Λευκάσιον – Τσορωτά  Καλαβρύτων στο χώρο και στο χρόνο>> ΑΘΗΝΑ 2000. Ο εν λόγω συγγραφέας, γράφει: << Τον Ιούλιο του 1826, τα στρατεύματα του Ιμπραήμ επέδραμαν για δεύτερη φορά κατά της περιοχής της Κλειτορολευκασίας. Οι άμαχοι των χωριών, έντρομοι κατέφυγαν για άλλη μια φορά στα βουνά, τις τρύπες και τις σπηλιές προκειμένου να αποφύγουν τη σφαγή, το βιασμό και την αιχμαλωσία που σίγουρα θα κατέληγε σε σκλαβοπάζαρο. Μεγάλο μέρος του στρατεύματος κατασκήνωσε στην περιοχή που ακόμα και σήμερα ονομάζεται <<Τουρκοβούνια>>, πάνω από το ρέμα της Παναγιάς, στο δεξιό μέρος του δρόμου Κλειτορίας (Μαζέικα) - Λευκασίου(Τσορωτά ) έως και την περιοχή που ονομάζεται "Ράχη του Μραίμη"(πρόκειται για μικρό ύψωμα κοντά στην πηγή του Αι Νικόλα).  Από τις περιοχές αυτές, οι οποίες έχουν το προνόμιο της εποπτείας του γύρωθεν χώρου, οι Αιγύπτιοι επέδραμαν κατά των γειτονικών χωριών (Σκοτάνη, Φίλια, Τσορωτά, Μαζέικα), αλλά και κατά της μονής του Αγίου Αθανασίου την οποία πυρπόλησαν.

Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Θ. Ρηγόπουλου(σελ.82-83), αλλά και την προφορική τοπική παράδοση, μια μικρή ομάδα κατοίκων του χωριού Φίλια, ίσως και του χωριού Τσορωτά ταμπουρώθηκαν σ’ ένα οχυρωμένο κοίλωμα του βράχου στο ρέμα της Παναγιάς και προσπάθησαν να αντισταθούν στους Αιγυπτίους. Μια ένοπλη ομάδα επιδρομέων προσπάθησε να καταλάβει το οχυρό, αλλά αυτό στάθηκε αδύνατον λόγω του δυσπρόσιτου μέρους. Όπως αναφέρει και ο Θ.Ρηγόπουλος, οι εχθροί πεισθέντες ότι ήταν αδύνατη η κατά μέτωπο κατάληψις του οχυρού, ανέβηκαν στο επάνω μέρος του υψώματος που βρισκόταν το οχυρό και από εκεί έριχναν προς την είσοδό του αναμμένα κλαδιά δένδρων, δέματα ξύλων και θειάφι προσπαθώντας να κάψουν τους ταμπουρωμένους, πράγμα όμως που τελικώς δεν κατόρθωσαν. Η όλη πολιορκία κράτησε 3 ημέρες και αφού τελικώς δεν επιτεύχθηκε κατάληψη, οι πολιορκητές αποχώρησαν.  Κατά την διάρκεια της πολιορκίας, όπως αναφέρει ο Θ. Ρηγόπουλος, σκοτώθηκε ο Φιλαίος Νικόλαος Παπαγιαννακόπουλος, ενώ εκτός του οχυρού, πιθανώς σε ενέδρα, σκοτώθηκε άλλος ένας νέος Έλληνας του οποίου το όνομα δεν είναι εξαγριβωμένο, κατά τον συγγραφέα Θεόδ. Αργυρόπουλο όμως ίσως λεγόταν Θανασάκης, Αργυρόπουλος - Δουφεξής ή Κωτσιόπουλος. Εκτός από τα παραπάνω που αναφέρει ο Θ.Ρηγόπουλος, η τοπική προφορική παράδοση δημιούργησε μια ολόκληρη ιστορία αναφορικά με τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο ρέμα της Παναγιάς κατά την πολιορκία του οχυρού. Ο Πάνος Παπαρηγόπουλος στην Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά  του 1965, σελ.212 υποστήριξε ότι ο 16χρονος Θανασάκης σκοτώθηκε όταν πήγε να φέρει  στους πολιορκημένους νερό, ενώ ο γυμνασιάρχης Αλ. Σακελλαρόπουλος στη επετηρίδα των καλαβρύτων, το 1970, σελ.63, υποστήριξε  ότι ο Θανασάκης σκοτώθηκε εντός του οχυρού. Αντιθέτως η συλλογική μνήμη των κατοίκων των Φιλίων, θέλει τον Θανασάκη να σκοτώθηκε σε ενέδρα επιστρέφοντας από ερωτικό ραντεβού με Οθωμανίδα ή μοναχή. Μάλλον όμως τα παραπάνω δεν αληθεύουν αφού ο Θ. Ρηγόπουλος, που έζησε από κοντά τα γεγονότα, δεν αναφέρει τίποτα για τον Θανασάκη. Το μόνο που αναφέρει, όπως προείπαμε, είναι πως η πολιορκία διήρκησε 3 ημέρες και έληξε αδόξως για τους Αιγυπτίους, από δε τους πολιορκημένους σκοτώθηκε μόνον ο Νικ. Παπαγιαννακόπουλος. Εξάλλου και η συλλογική μνήμη των κατοίκων του χωριού Τσορωτά, διασώζει ακριβώς τις ίδιες μνήμες με τις προαναφερόμενες, με τη διαφορά όμως ότι στους πολιορκημένους προστίθενται και αρκετοί Τσορωταίοι.

Παρότι μέχρι σήμερα από τους τοπικούς συγγραφείς (κυρίως Φιλαίους) δεν έχει δοθεί σημασία σ’ αυτήν την πληροφορία, εμείς πρέπει να θεωρήσουμε ότι αληθεύει, αφού αφενός το ρέμα της Παναγιάς είναι πιο κοντά στο χωριό Τσορωτά και επομένως θα ήταν λογικό να ταμπουρωθούν εκεί και αρκετοί Τσορωταίοι, αφετέρου η δράση και το μέγεθος του Τσορωταίου αγωνιστή Θεοδώρου Μπο(υ)λιαρίτη, ο οποίος μάλιστα άφησε και το όνομά του ως τοπωνύμιο στην περιοχή ( η περιοχή λέγεται ακόμα  και σήμερα …στου Μπουλιαρίτη) μας κάνουν να πιστεύουμε ότι τούτος μετά των ανδρών του είχε ισχυρή παρουσία στην περιοχή, πήρε δε μέρος στην άμυνα ως φρουρά προστασίας των αμάχων κατοίκων που είχαν κρυφθεί εκεί.>>


Μετά τη μάχη το εκκλησάκι (οχυρό) έμεινε αμόλυντο αφού δεν πατήθηκε από Αγαρηνού ποδάρι και δεν είναι βέβαιον αν ξαναλειτούργησε, γιατί η επισκεψιμότητά του είναι άκρως επικίνδυνη. Για να ανεβείς, αφού φτάσεις στη ρίζα του βράχου όρθιος, αρχίζεις να ανεβαίνεις με τα τέσσερα μέχρι να φτάσεις σε μια δρύινη σκάλα τεσσάρων σκαλοπατιών που της έλειπε το τρίτο σκαλοπάτι κι αν τύχαινε και κοίταζες κάτω έβλεπες την κύτη του ρέματος. Όσοι τους δόθηκε η ευκαιρία και αψηφώντας τον κίνδυνο, λόγο του νεαρού της ηλικίας, είχαν και την τρέλα να το επισκεφτούν, (όπως ο γράφων το 1952) νόμιζαν πως ένιωθαν την μυρουδιά από το καμένο θειάφι και τα αναμμένα ξύλα που έριχναν οι στρατιώτες του Ιμπραήμ για την κατάληψή του.  Το εκκλησάκι πρέπει να είχε συληθεί γιατί δεν είχε τίποτα μέσα εκτός από μια μικρή φτηνή εικόνα της παναγίας βρεφοκρατούσης.


Το δεύτερο από τα δύο Τουρκοβούνια έχει σχέση με τον Τσορωτιώτη  αγωνιστή του 1821  Θεόδωρο Μπουλιαρίτη. Ο ίδιος συγγραφέας  στο βιβλίο του που προαναφέρθηκε και στις Σελίδες 75-78  γράφει για τον εν λόγω αγωνιστή :

<<Αυξ. Αριθ. 01954\κυτίον140. ΜΠΟ(Υ)ΛΙΑΡΙΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ

Ο σημαντικότατος αυτός αγωνιστής, καταγόταν από το Τσορωτά και μάλλον ήταν κλέφτης στα βουνά πριν την έναρξη του αγώνα. Το γεγονός τούτο πιστοποιείται από το ότι στα δεξιά του αμαξιτού δρόμου Κ.Κλειτορίας- Λευκάσιο ( Τσορωτά ), στα τουρκοβούνια ,υπάρχει σπηλιά που ονομάζεται έως σήμερα «σπηλιά του Μπουλιαρίτη» και που προφανώς ήταν το άντρο του. Μετά την επανάσταση ο Θεόδ. Μπουλιαρίτης εγκαταστάθηκε μονίμως στα Καλάβρυτα και έτσι σε όλες του τις αιτήσεις δηλώνει ως κατοικία του την πόλη αυτή.>>

Και αφού συνεχίζει το ιστορικό του εν λόγω αγωνιστή για τις εκδουλεύσεις και τις μάχες που έλαβε μέρος, καταλήγει:

<<Ενδεχομένως από τον Θεόδ. Μπο(υ)λιαρίτη να κατάγεται η σημερινή Καλαβρυτινή οικογένεια που φέρει το επίθετο Τσορωτιώτη, ως δηλωτικό της αρχικής καταγωγής της. Η οικογένεια αυτή είχε και νεκρούς στην εκτέλεση των Γερμανών την 13.12.1943.>>

Ο Χωματόλοφος Κιβούρι.

Η λέξη κιβούρι σημαίνει τάφος και προφανώς δεν δόθηκε τυχαία σ’ αυτόν τον χωματόλοφο που σημειωτέον τότε που θυμάμαι εγώ δεν είχε ψηλή βλάστηση. Πολλές σκέψεις γεννώνται, τόσο για το όνομα αλλά και για την βλάστηση. Για το όνομα μπορεί  να υποθέσει κανείς, ότι στο χώρο αυτό έγινε μεγάλη φονική μάχη και κρύβει ομαδικό τάφο ή επειδή ο Αρχαίος Κλείτωρ έκανε εξόρυξη χαλκού  μπορεί να υπάρχουν στα έγκατά του στοές και σε κάποια να εγκλωβίσθηκαν εργαζόμενοι κι έτσι να πήρε το όνομα, μπορεί ακόμα και να είναι τάφος κάποιου μεγάλου ανδρός. Για τη βλάστηση: μπορεί να σχηματίστηκε από νεκρό χώμα που προέκυπτε ύστερα από την επεξεργασία  του μεταλλεύματος γιατί υπάρχει εκεί κοντά το τοπωνύμιο καμίνι. Τα παραπάνω είναι απλώς αυθαίρετες σκέψεις του γράφοντος.

Εκείνο που είναι βέβαιον, είναι το γεγονός ότι, στην κορυφή αυτού του λόφου έστηνε το παρατηρητήριό του, ο καλύτερος από όσους διετέλεσαν αγροφύλακες στο Χωριό, ο Καψάλης (Γεώργιος Κουλούκης το όνομά του). Πολύ γερή σφυρίχτρα, ο Μπάρμπα Γιώργης! Κάθε χρόνο και κατά μήνα Μάη, που άρχιζαν τα διάφορα φρούτα να γίνονται (κοντούλες, προϊμάπηδα κ.λ.π.) έκοβε, από δέντρο, δρυ, κλαδιά κι έφτιαχνε φρατζιάτα (πέργκολα τη λένε σήμερα), πανταχόθεν ελεύθερη, ώστε η ορατότητα που είχε, ήταν κυκλική (360ο). Έβαζε και μια καρέκλα μέσα, για να ξεκουράζεται στη σκιά και όταν έφευγε, αντικαταστούσε τον εαυτό του με ένα ομοίωμα (σκιάχτρο) που δεν ήξερες αν είναι ή δεν είναι εκεί, γιατί πολλές φορές, δεν γνώριζες από πού ξεφύτρωνε. Ήταν το φόβητρο των παιδιών και ιδίως των ατίθασων. Είχε κυκλοφορήσει και η φήμη ,ότι όταν έπιανε  παιδιά παρανομούντα, δεν τα πήγαινε στο αυτόφωρο, αλλά τα έβαζε να αλωνίσουν αγκάθια,  αφαλαρίδας. Η αφαλαρίδα είναι ένα χαμηλό όμορφο αγκάθι και όταν ωριμάσει γίνεται κίτρινο ή μώβ, οι δε βελόνες του μοιάζουν με καρφίτσες, αλλά πιο σκληρές και πιο αιχμηρές, και το Κιβούρι ήταν γεμάτο από αυτές.


Είχε κυκλοφορήσει ότι ο Χρήστος Σουρής είχε αλωνίσει αγκάθια, αλλά δεν πρέπει να είναι αλήθεια γιατί ο Καψάλης δεν ήταν τόσο σκληρός, αλλά και ο Σουρής όταν τον ρωτούσαμε να μας πει αν πράγματι αλώνισε αγκάθια , μας απαντούσε με νόημα << Βέβαια, βέβαια>>.  Έτσι φύλαγε ο Καψάλης την περιοχή της ευθύνης του, κυκλικά, από τα Παλιάμπελα, την Ανάληψη, τα Παλιογάλαρα, του Γκιόρμα, την Κατουνίστα, το Ζερβό το Καλιβάτσι και του Αι Νικόλα τα περιβόλια. Φεύγοντας σε σύνταξη ο Μπάρμπα Γιώργης, και μη έχοντας κληρονόμους, άνοιξε στο ένα δωμάτιο του σπιτιού του καφενεδάκι κι έζησε εκεί με τη γυναίκα του, κυρά Μαρία, μέχρι βαθιά γεράματα. γράφοντας έτσι τη δική του σελίδα στην ιστορία του Λευκασίου, απολαμβάνοντας το σεβασμό των συγχωριανών του.

28η Οκτωβρίου 1940

Την ίδια μέρα της κηρύξεως του Ιταλο-Ελληνικού πολέμου, κι ενώ << τα ημέτερα Στρατεύματα αμύνονταν του Πάτριου εδάφους >> κατά το στρατιωτικό ανακοινωθέν, η Πάτρα δεχότανε τον πρώτο βομβαρδισμό από τα Ιταλικά Βομβαρδιστικά  τύπου FIAΤ BR.20 CICOGNIA, της 116ης ομάδας των Πελαργών του 277ου Σμήνους της Ιταλικής Αεροπορίας (277ου  Squadriglia, 116 Grupo), υπό την αρχηγία του Σμηνάρχου Κάρλο Πίνα.


Έπληξαν την πόλη από μεγάλο ύψος, σε μια επίθεση η οποία ξεκίνησε στις 9:45 το πρωί για να τελειώσει το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Τα θύματα, άμαχοι πολίτες, έφτασαν σύμφωνα με την εφημερίδα<<Σημερινή>>, της 28ης Οκτωβρίου 1940, τα 193, τα οποία αποτελούντο  από 125 άνδρες, 43 γυναίκες και 25 παιδιά. Η εφημερίδα <<Καθημερινή>> της 29ης Οκτωβρίου 1940, πληροφορεί ότι << Ο υπερβολικός αριθμός των θυμάτων, οφείλεται εις το γεγονός ότι,ο άμαχος πληθυσμός παρέμεινε κατά την ώραν του βομβαρδισμού εις ακάλυπτους χώρους και δεν ετήρησε τα στοιχειώδη μέτρα αυτοπροστασίας, καταφεύγων κατά την διάρκεια του συναγερμού εις υπόγειους χώρους ή έστω ισόγειους των οικείων τους προχείρως διασκευαζομένους>>.

Τα  όσα έγραψε η εφημερίδα Καθημερινή, αμφισβητήθηκαν από τον πατέρα μου. Λίγες μέρες μετά τον βομβαρδισμό βρέθηκε στην Πάτρα και έμαθε από διασωθέντες, ότι τα Ιταλικά αεροσκάφη, είχαν κατεβάσει Ελληνικές σημαίες για την παραπλάνηση της αντιαεροπορικής άμυνας της πόλης και τα αεροσκάφη δεν βομβάρδισαν την πόλη από μεγάλο ύψος αλλά από χαμηλά. Θα μου πεις, Δικτατορία Μεταξά ήταν τότε και υπήρχε λογοκρισία. Το κατανοώ!!, ας είναι. 

Τις περισσότερες βόμβες δέχτηκε η περιοχή της οδού <<Τριών Ναυάρχων >> και  πολλοί πίστεψαν τότε (πάντα κατά την εφημερίδα) ότι οι Ιταλοί πιλότοι θεώρησαν τα δέντρα, τα οποία βρίσκονταν τοποθετημένα σε διάταξη ανά δύο, για Ελληνικό στράτευμα. 

Και αυτό δεν πρέπει να ευσταθεί, καθότι στην Πάτρα, έμεναν μόνιμα πάρα πολλοί Ιταλοί, μεταξύ των οποίων και πολλοί προσκείμενοι στο φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, ήταν λοιπόν αδύνατο να μην γνώριζαν καλά την Πάτρα ώστε να περάσουν τα δέντρα για στρατιώτες. Ο βομβαρδισμός ήταν μια καθαρά δολοφονική ενέργεια του Μουσολίνι κατά αμάχων, για να καμφθεί το φρόνημα των Ελλήνων, συνέβη όμως το αντίθετο.


Ανάμεσα στα 193 θύματα ήταν και δύο συμπατριώτες μας Λευκάσιοι , ο Γρηγόρης  Αθανασούλιας (Ζάππας) αδερφός της γιαγιάς μου Αρετής Θεοδώνη το γένος Αθανασούλια και η κόρη της και αδερφή του πατέρα μου, Δήμητρα (Δημητρούλα)  Θεοδώνη, του Παναγιώτου και της Αρετής, μένανε στην οδό Τριών Ναυάρχων που δέχτηκε τις περισσότερες βόμβες, οι οποίες δεν τους σκότωσαν σε ακάλυπτους χώρους αλλά στην κουζίνα τους, παίρνοντας το πρωινό τους. 

Ας είναι αιωνία η μνήμη τους .


Αυτό για την ιστορία των θυμάτων πολέμου από τον άμαχο πληθυσμό.

Ο ΚαβουρινοΚώστας

Την Κυριακή της 29ης Δεκεμβρίου 2013 ευρισκόμενος στο χωριό μου (μας) παραβρέθηκα στο 40ήμερο μνημόσυνο του πρόσφατα μεταστάντος υπεραιωνόβιου Λευκάσιου (Τσορωτιώτη)  ΚαβουρινοΚώστα. Θεώρησα καθήκον μου να αφιερώσω στη μνήμη του μερικές θυμησές μου από το βίο του. Πολλές φορές  κονταροχτυπήθηκε με το Χάροντα στα μαρμαρένια αλώνια  ο ΚαβουρινοΚώστας, τον αψηφούσε και τον χλεύαζε, δεν θα με πάρεις Χάροντα πριν κλείσω τον αιώνα, του έλεγε, και τα κατάφερε να τον κλείσει και να τον περάσει. Έφτασε τα 102 του χρόνια με πλήρη διαύγεια πνεύματος, που ένεκα της φθοράς του χρόνου κι όχι του Χάροντα, μετέβη από τη γήινη προσωρινότητα στην επουράνια αιωνιότητα τόσο απλά κι ωραία, όπως εύχονται όλοι οι θνητοί να τους συμβεί. Ο σύγχρονος υπεραιωνόβιος, Κων/νος Αθανασόπουλος ( ΚαβουρινοΚώστας) ευτύχησε να δει και να χαρεί παιδιά, νύφη, γαμπρούς, εγγόνια και δισέγγονα.

Γεννήθηκε, μεγάλωσε, έζησε, πέθανε κι ετάφη στη γενέθλια γη, γράφοντας τη δική του σελίδα στην ιστορία του χωριού. Είχα δεν είχα κλείσει τα 8 μου χρόνια που κρατήθηκε στο μυαλό μου μια εικόνα από το γάμο του, τότε που το συμπεθεριό κίνησε να πάει στα Κρινόφυτα να φέρει, την εκλεκτή της καρδιάς του, Βάσιω Χάλα, νύφη στο χωριό. Η εκκίνηση έγινε από το αλώνι της βρύσης, πάνω από το καλύβι του Αλέξη Κατσή, οι συγχαρικιαραίοι, Αντρέας  Γαβάζος (γιος του παπά Κατσή), Αντρέας του Ζουρνά και Γιώργης Κοκοράκης, χόρευαν πάνω στα σελωμένα άλογά τους. Όλο σχεδόν το χωριό με άλογα, μουλάρια ,ακόμα και γαϊδούρια σχημάτισαν μια πομπή που χώθηκε στου Χάρη του Δελλή το χωράφι για να πάει στα Κρινόφυτα από τον Φιλαίικο Αϊ Γιώργη και να γυρίσει κοντά το απόγευμα από την Κρίκια, φέρνοντας μαζί τους τη νύφη.

Σε δύσκολη εποχή παντρεύτηκαν, η κατοχή ήταν στο κορύφωμά της, μα ποιος μπορεί να σταματήσει τη ζωή που συνεχίζεται, έστω και αν αυτός είναι Γερμανική Ναζιστική Μπότα; Πιασμένο χέρι , χέρι το ζευγάρι, άρχισε να στήνει το νοικοκυριό του. Πέρα από τις αγροτικές δουλειές, τσαγκάρη τον θυμήθηκα τον Κώστα Καβουρίνο. Το εργαστήρι του το είχε φτιάξει στο σπίτι του και μάλιστα στο δωμάτιο που είναι αριστερά από την κύρια είσοδό του, εκεί έφτιαχνε τα παπούτσια των συγχωριανών του, πότε βάζοντας φόλες στα σχισίματα τους και πότε αλλάζοντας τις φθαρμένες σόλες τους. Έφτιαχνε και καινούργια άρβυλα από δέρμα βακέτα με πρόκες στις σόλες τους για να αντέχουν στις πέτρες και τα καλντερίμια που αφθονούσαν στο χωριό. Σπάνια έφτιαχνε σκαρπίνια και ακόμα πιο σπάνια λουστρίνια , γιατί οι περισσότεροι στο χωριό δεν είχαν χρήματα να πληρώνουν κι έτσι πλήρωναν είτε με είδος είτε με προσφορά εργασίας.

Πανέξυπνος όπως ήταν έγινε και μελισσοκόμος, έφτιαξε νομίζω 4 με 5 κυψέλες, θυμάμαι την άνοιξη που αμόλαγαν, φορούσε μια κουκούλα που στο πρόσωπό του είχε μια κρησάρα σαν εκείνη που οι μανάδες μας κοσκίνιζαν το αλεύρι να ζυμώσουν ψωμί, έπαιρνε κι ένα καπνιστήρι, είχε έτοιμο και το νέο κουβέλι (κυψέλη) κι έτρεχε κοντά του να δει που θα σταματήσει η Βασίλισσα και γύρω της να μαζευτούν οι μέλισσες σχηματίζοντας ένα σταφύλι. Τότε εμείς τρέχαμε στου Ρηγόπουλου το κτήμα να του φέρουμε μελισσοχόρταρο με άρωμα μέντας να το τρίψει στη σχισμή της άδειας κυψέλης, η μυρουδιά του χόρτου τραβούσε τη Βασίλισσα σαν μαγνήτης, παρατούσε το σημείο που είχε σταματήσει κι έμπαινε στην κυψέλη. Έτσι θυμάμαι έπιασε ένα καινούριο μελίσσι από μια μυγδαλιά που ήταν στου Ρακαντάνη τον κήπο.


Η κατοχή τέλειωσε όπως τέλειωσε και ο εμφύλιος, άνοιξε η Αμερική και άρχισε η Ούντρα να φέρνει τρόφιμα, ρούχα και παπούτσια, τα άρβυλα αντικαταστάθηκαν από στρατιωτικά Ντοκ και τα σκαρπίνια και λουστρίνια από τα εισαγόμενα. Το τσαγκάρικο έκοψε να έχει δουλειά , στο μεταξύ ήρθε και η οικογένεια, έπρεπε κάτι να κάνει. Επινοητικός όπως ήταν, αγόρασε ένα βιολί κι άρχισε να μαθαίνει να παίζει δημοτικά τραγούδια, τον βοήθησε και το γεγονός ότι σταμάτησε να παίζει και η κομπανία των παραδοσιακών οργάνων καραμούτζες και νταούλι των Γιαννακόπουλων (σκοτώθηκε ο γιος του ΜαστροΓιώργη Θανάσης στο Γράμο ,που υπηρετούσε ως Δόκιμος Ανθυπολοχαγός), έτσι σχηματίστηκε νέα κομπανία από κλαρίνο, λαγούτο και βιολί. Στο κλαρίνο ο  ΜπουρουτόΓιαννης, στο λαγούτο ο γιος του Μπουρούτη Γιώργης και στο βιολί ο Κώστας, τους βοηθούσε και ο άλλος γιος του Μπουρούτη Φώτης με την κιθάρα του, όσο ήταν μαθητής Γυμνασίου. Με την κομπανία αυτή διασκέδαζαν στις γιορτές και τα πανηγύρια, στους γάμους και στα βαφτίσια όχι μόνο οι συγχωριανοί τους Τσορωταίοι αλλά και τα γύρω Χωριά.


Σαν βιολιστής και τραγουδιστής ανέβαζε το κέφι, πολλές φορές άλλαζε μερικούς στίχους του τραγουδιού και προσάρμοζε δικούς του. Θυμάμαι, όταν τύχαινε να χορεύουμε ξενιτεμένα παιδιά από το χωριό έλεγε « Μανάδες που έχετε παιδιά μην τα πολυαγαπάτε, τι η ξενιτιά τα χαίρετε κι εσείς τα πεθυμάτε.»


Αυτός ήταν ο Καβουρινο Κώστας κι επειδή ο σοφός λαός μας λέει ότι δεν πεθαίνει κανείς όταν κλείνει τα μάτια αλλά όταν ξεχνιέται, είναι αδύνατον να ξεχαστεί.


Ελαφρύ το χώμα της πατρώας γης που τον σκέπασε.