Monday, May 14, 2007

Τα Σχολεία άνοιξαν τον μήνα Φεβρουάριο του 1949. Εγώ είχα τελειώσει το Δημοτικό και έπρεπε να πάω στο Γυμνάσιο. Ο πατέρας μου βρισκότανε σε δίλημμα, αν θα πήγαινα στο γυμνάσιο ή όχι και τούτο γιατί ήδη είχε πάει ο αδερφός μου πριν κλείσουν τα σχολεία λόγω αντάρτικου. Με το άνοιγμα του γυμνασίου βγήκαν και τα αποτελέσματα όσων φοιτούσαν την χρονιά που έκλεισαν και προκηρύχθηκαν οι εξετάσεις για την εισαγωγή στην τρίτη τάξη. Το γυμνάσιο τότε ήταν οκτατάξιο, αρχής γενομένης από την τρίτη. Ο αδερφός μου δεν κρίθηκε προακτέος κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για μένα, πλην όμως δεν υπήρχαν τα λεφτά για το παράβολο που έπρεπε να καταθέσω για να λάβω μέρος στις εξετάσεις. Ο Θέμος Σκάρπας γιος του Νίκου Σκάρπα που έμενε στο στανοτόπι τους, στον Πλούσιο, έτσι λέγανε το μέρος που είχανε φτιάξει το σπίτι τους. ήταν συμμαθητής μου και εξάδερφός μου από το σόι της μάνας μου οι μανάδες μας ήταν πρώτες εξαδερφάδες. Λίγες λοιπόν μέρες πριν τις εισαγωγικές εξετάσεις, βρέθηκα με τη μάνα μου να βγάζουμε ρίζες γλαντζινιάς στο δάσος που ήταν κοντά στο σπίτι του, με είδε και μου φώναξε.
- Έ ρε Γιώργη? Πήγες να καταθέσεις τα χαρτιά σου? Εγώ πήγα.
Ομολογώ ότι μ' έπιασε το παράπονο γιατί ο Θέμος θα πήγαινε στο γυμνάσιο και ας ήταν λιγότερο καλός μαθητής από μένα. Την άλλη μέρα πρωί, πρωί, κατεβαίνω στα Μαζέικα, πάω στο γυμνάσιο, που στεγαζότανε στου Ράπανου το σπίτι, κι έκανα βόλτες πέρα δώθε στο δρόμο, σαν κάτι να ζητούσα ή σαν κάτι να περίμενα . Με βλέπει ένας καθηγητής ονόματι Χατζής από τα Μέγαρα, όπως έμαθα αργότερα και με φώναξε να με ρωτήσει τι θέλω και κάνω βόλτες στο γυμνάσιο. Του είπα πως θέλω να καταθέσω τα χαρτιά μου πλην όμως δεν έχω το παράβολο. Τότε βγάζει δέκα δραχμές, μου τις δίνει και μου λέει, κατάθεσε τα χαρτιά σου κι όταν έχει ο πατέρας σου μου τα επιστρέφεις. Με το δεκάρικο του Χατζή κατέθεσα τα χαρτιά μου και έτσι έλαβα μέρος στις εξετάσεις μπαίνοντας και σε καλή σειρά, στην πρώτη δεκάδα. Ο ξάδερφος Θέμος δεν πέρασε.
Άρχίζουν τα μαθήματα με λίγους καθηγητές όπως συμβαίνει πάντα στα επαρχιακά γυμνάσια. Να φανταστείτε ότι ο Χατζής ήταν θεολόγος και σαν θεολόγος πέρα από τα θρησκευτικά που έπρεπε να κάνει μας έκανε, Αρχαία Νέα και Ιστορία. Στην τρίτη τάξη φοίτησα από τον Φεβρουάριο μέχρι και τον Ιούνιο όπου έγιναν προαγωγικές εξετάσεις και πέρασα στην τετάρτη. Ο αδερφός μου δεν ακολούθησε μαζί μου ώστε να πηγαίνουμε μαζί, αποφάσισε να γραφτεί στην τρίτη σαν διετής όταν εγώ ήμουν πλέον στην τετάρτη. Πρέπει να σας πω πως ο Χατζής με αγαπούσε όχι μόνο γιατί με γνώρισε πριν τις εισαγωγικές εξετάσεις, με το περιστατικό του δεκάρικου ,το οποίο φυσικά του το επέστρεψε ο πατέρας μου αλλά και γιατί ήμουν καλός μαθητής. Στο γυμνάσιο πήγαιναν από το χωριό σε όλες τις τάξεις πάνω από τριάντα παιδιά. Αχολογούσε της παναγιάς το ρέμα από τα ποδοβολητά και τις φωνές. Αυτό συνέβαινε κάθε μέρα με διαδρομή μιά ώρα να πας και μιά κι κάτι να γυρίσεις. Όταν ο καιρός ήταν καλός, το είχαμε για βόλτα, όταν όμως έβρεχε ή έριχνε χιόνι τότε άστα να πάρει. Βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο, πηγαίναμε και τι περισσότερες φορές στεγνώναμε στο θρανίο. Το πρωί φεύγαμε από το χωριό στις επτά η ώρα και οκτώ είμαστε στα Μαζέικα και οκτώ και είκοσι μπαίναμε στην τάξη. Στα Μαζέικα η μάνα μου είχε δύο πρώτα ξαδέρφια, το Δημήτρη και το Θανάση Λουκόπουλο. Ο ένας διατηρούσε μπακάλικο και ο άλλος ξενοδοχείο ύπνου και καφενείο. Τις περισσότερες φορές όταν ο καιρός ήταν βροχερός ή όταν έριχνε χιόνι, φεύγαμε νωρίς από το χωριό και έφθανα με μισή ώρα νωρίτερα, και τούτο το κάναμε για να στεγνώσουμε στη σόμπα του καφενείου που τη βρίσκαμε αναμένη από τη θεια Φροσύνη του Μπάρμπα Θανάση, περιμένοντάς μας να στεγνώσει τα σακάκια μας . Μεγάλη καρδιά η θειά Φροσύνη? Πάντα με τον καλό της λόγο, ποτέ δεν δυσανασχετούσε. Όταν φεύγαμε για το χωριό το μεσημέρι και τύχαινε να βρέχει, σταματούσαμε στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής στην Παναγιά, μαζεύαμε ξερά πουρνάρια, ανάβαμε φωτιά, μισοστεγνώναμε και από κει γραμμή για το χωριό. Στις μεγάλες βροχές κατέβαζε το Καρνεσέικο ποτάμι και πλημμύριζε, έσπαγε στο γεφύρι που ήταν πέτρινο με δύο καμάρες και έπεφτε στο δρόμο. Ο δρόμος από το γεφύρι και μέχρι τη Βιλιβίνα , λίγο έξω από τα Μαζέικα, από τα πλαϊνά του είχε γράνες για στραγγίζουν τα νερά από τα χωράφια. Με το νερό λοιπόν που έσπαγε στο γεφύρι, δρόμος, γράνες και χωράφια γινόντουσαν ένα και για να ξεχωρίσεις που ήταν ο δρόμος τον ξεχώριζες μόνον από τα ψαθιά που είχαν φυτρώσει στις όχθες της γράνας. Μια φορά ανέβαινα παρέα με τον Θοδωράκη το Σμυρνή, συμμαθητή μου από το χωριό ,πιο σωματώδης και πιο δυνατός από μένα, ο δρόμος δεν ξεχώριζε, ήταν μια λιμνοθάλασσα κινούμενη, παραπάτησα και πέφτω μέσα στη γράνα, το νερό με έφτασε μέχρι το λαιμό περίπου, τότε ο Θοδωράκης άπλωσε το χέρι του και με τράβηξε έξω. Έτσι εκείνη την εποχή μαθαίναμε τα γράμματα εμείς.
Ας είναι. Τις τάξεις τις περνούσα τη μια μετά την άλλη. Σαν μαθητής πιστεύω πως ήμουνα καλός, όχι τόσο στα Ελληνικά όσο στα Μαθηματικά. Μαθηματικός ήτανε ο Μαστορόπουλος από την Τοπόριστα Αρκαδίας, ένας άνθρωπος ιδιόρρυθμος. Ήθελε το μάθημα του να του το λες φαρσί όπως το έχει το βιβλίο, και καλά τα μαθηματικά δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς, αλλά στη φυσική π.χ. την ήθελε να του τη λες παπαγαλία. Αν καμιά φορά ξεχνούσες καμιά λέξη, τότε τον άκουγες να σου λέει ,
Ρε και το "και" που έχει ο συγγραφέας μέσα έχει τη σημασία του. Ο Μαστορόπουλος ήταν σκληρός σαν καθηγητής όχι μόνο στους μαθητές του αλλά και στα παιδιά του ακόμα. Ο μεγάλος του γιος έδωσε εξετάσεις στη σχολή Ευελπίδων και δεν πέρασε, διαδόθηκε πως αυτοκτόνησε. Λέγαν πως του είπε φεύγοντας αν δεν περάσει να μην γυρίσει πίσω. Η Κόρη του που ήταν από τις αριστούχες πέρασε στην Ακαδημία για δασκάλα, αλλά τρελάθηκε. Εκείνος που δεν τον χαμπέριζε καθόλου ήταν ο άλλος του γιος ο Σέμης. Εδώ θέλω να σας πω, μια και αναφέρθηκα στην κόρη του ,το εξής περιστατικό . Όταν εγώ πήγαινα στην τρίτη τάξη, στην εβδόμη πήγαινε ο ξάδερφος μου Θοδωράκης Κούφης, συμμαθητής της κόρης του Μαστορόπουλου. Ο Θοδωράκης ήταν αριστούχος μαθητής καλύτερος από την κόρη του, το βραβείο έπρεπε κατά κοινή ομολογία όλης της τάξης να το πάρει ο Κούφης, αλλά χάριν του Μαστορόπουλου εδώθη στην κόρη του. Ομολογώ τότε ότι μου κακοφάνηκε και τούτο γιατί ο Θοδωράκης ήταν το πρότυπο μου. Θα ήμουν όμως άδικος για το Μαστορόπουλο αν δεν αναφέρω και ένα άλλο περιστατικό που ξεκάθαρα δείχνει πως είχε και ευαίσθητη καρδιά και φιλάνθρωπο αισθήματα. Ήταν η μέρα που σταματούσαν τα μαθήματα για τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές, τελευταία ώρα, μάθημα είχαμε μαζί του, όταν χτύπησε το κουδούνι και άρχισαν τα παιδιά να φεύγουν άκουσα να λέει
"Ε εσύ ο Θεοδώνης να μείνεις στο τέλος σε θέλω."
Όταν άδειασε η αίθουσα και μείναμε οι δυο μας με ρωτάει. Εκείνη την Κανέλλα που έχει γυναίκα του ο Κρεμίδας την γνωρίζεις? Ναι του απαντώ. Τότε βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα και δίδοντάς μου λέει. Να το πας και να της το δώσεις αλλά να μην σε δει εκείνος ο προκομμένος ο άντρας της. Εγώ το πήρα και πήγα και της τόδωσα όπως ακριβώς μου είπε, σκεπτόμενος, να δεν είναι τόσο σκληρός όπως θέλουν να τον παρουσιάζουν. Εγώ πάντως τα πήγαινα πολύ καλά μαζί του.
Το Γυμνάσιο στεγαζότανε σε νοικιαζόμενο κτίριο, στο σπίτι του Ράπανου όπως έχω γράψει, μπροστά από αυτό περνούσε το μυλαύλακο που τροφοδοτούσε το νερόμυλο του Καΐρη. Για να περάσεις να πας στις αίθουσες περνούσες ένα γεφυράκι προχειροφτιαγμένο. Απέναντι από το κτίριο υπήρχε μια αλάνα στην οποία μαζευόντουσαν όλοι οι μαθητές, εκεί κάναμε την πρωινή μας προσευχή και εκεί παίζαμε στα διαλείμματα. Οι αίθουσες (Δωμάτια) ήταν οι πέντε στ ισόγειο και η έκτη στο υπερώο, δηλαδή επάνω στον όροφο που έμενε και η οικογένεια του Ράπανου, αλλά στο γαγιάτι διαμορφωμένο σε αίθουσα και σε γραφείο των καθηγητών και του γυμνασιάρχη, έτσι ονομάστηκε από όλους μας και τυπερώον. Γυμνασιάρχη είχαμε τα τρία πρώτα χρόνια τον Βασιλόπουλο από του Φίλια . Το μάθημα των πλάτες όπου πρόφθανε. Τότε ο Μουσάς προσπαθούσε να καθησυχάσει τονθρησκευτικών στις μικρές τάξεις το έκανε ο Χατζης και στις μεγάλες ο Μουσάς, (άλλο ήταν το επίθετό του, που τώρα μου διαφεύγει της μνήμης μου). Το Μουσάς, του το είχαν κολλήσει οι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων. Ο Μουσάς Άτως ήταν ένας άνθρωπος με κεφαλαίο Άλφα. Καλοκάγαθος και πολύ φιλικός με του μαθητές μέχρι σημείου που οι μαθητές εκμεταλλευόμενοι την καλοσύνη του κάνανε φασαρία στο μάθημά του. Πολλές φορές η φασαρία ήταν τόσο έντονη ώστε έβγαινε ο γυμνασιάρχης από το γραφείο του με το χάρακα στο χέρι έμπαινε στην τάξη και όποιον πρόφθανε χτυπούσε, στα χέρια, στο κεφάλι στις γυμνασιάρχη λέγοντάς του , ας τους κύριε γυμνασιάρχα μην ξεχνάς πως είναι σφριγώσα η μαθητιώσα νεότις. Στα διαγωνίσματα όποιος δεν ήξερε τα θέματα και του έγραφε το πάτερ ημών του έβαζε τη βάση για να περάσει . Ποτέ δεν έκοψε κανέναν. Ο Χατζής νέος και ελεύθερος περισσότερο φιλικός με τις μαθήτριες ήταν στα μέσα και στα έξω. Ανελάμβανε πολλές αρμοδιότητες, ιδίως στις εκδρομές είχε το πρόσταγμα, ανελάμβανε την τήρηση της τάξεως κ.λ.π. Μια φορά όταν ήμουνα στην τρίτη τάξη, μερικοί μαθητές της εβδόμης πήγαν και του ζήτησαν μια μπάλα να παίξουν και τους αρνήθηκε ενώ έδωσε στις μαθήτριες. Παίζοντας βόλεϊ τα κορίτσια τους φεύγει η μπάλα και κατά τύχη έρχεται στα πόδια μου , δεν χάνω κι εγώ καιρό και της δίνω μια κλωτσιά και πάει στην αλάνα που ήταν οι μαθητές. Αυτοί την κράτησαν και άρχισαν να παίζουν μεταξύ τους. Οι μαθήτριες διαμαρτυρήθηκαν στον Χατζή και υπέδειξαν εμένα τον δράστη. Τότε αυτός μου δίνει δύο χαστούκια με το αριστερό χέρι που τα μάτια μου άρχισαν να βλέπουν κόκκινες, πράσινες, μπλε πεταλούδες. Οι μαθητές που είδαν τη σκηνή πάνε στο Χατζή και πιάνοντάς τον από το γιακά τον απείλησαν. Αυτό αν συνέβαινε αργότερα που είχε εμπεδωθεί η τάξη θα απεβάλλοντο όχι μόνο από το γυμνάσιο αλλά και από όλα τα γυμνάσια της περιοχής, αλλά βλέπεις ήταν ακριβώς μετά το αντάρτικο και οι μαθητές αυτών των τάξεων ήταν μεγάλοι συνομήλικοι του Χατζή και μερικοί μάλιστα ήταν Μάιδες και οπλοφορούσαν. Πάντως εγώ τα χαστούκια μου τάφαγα και ας με συμπαθούσε .Η καταγωγή του ήταν από τα Μέγαρα και τότε κυκλοφορούσε ένα τραγούδι για κάποιον Παναγή που έλεγε
"Μην τον είδατε παιδιά τον Παναγή, στα Μέγαρα τον είδαμε πουλούσε κομπολόγια και γέλαγε τις κοπελιές με τα γλυκά του λόγια."
Έλεγαν πως ο Παναγής είχε κλείσει ραντεβού στην ίδια εκκλησία των Μεγάρων την ίδια ώρα με μερικές κοπέλες για να τις παντρευτεί όπως τους έταζε. Μαζεύτηκαν αυτές αλλά ο Παναγής έγινε άφαντος. Έτσι λοιπόν κυκλοφόρησε το τραγούδι το οποίο τραγουδούσαν οι μαθητές όταν ήθελαν να πικάρουν τον Χατζή.
Φιλόλογο στην πέμπτη τάξη είχαμε τον Σωτηρόπουλο ο οποίος είχε έρθει από την Κύπρο. Πολύ καλός φιλόλογος και άνθρωπος. Έχω κρατήσει στη μνήμη μου μια του φράση ,που την έλεγε πάντοτε όταν σήκωνε για μάθημα κανένα μαθητή από τα χωριά Καστριά, Βρόστενα, Πλανητέρου, δηλαδή από τα χωριά που βρίσκονται στα ριζά του Χελμού. Έλεγε λοιπόν
"Να μας πει μάθημα σήμερα ο άρτι αφιχθείς εκ των Αροάνιων ουρανίων ωραίων ορέων...", δηλαδή να μας πει μάθημα αυτός που μόλις ήρθε από τα Αροάνια που είναι ΄ψηλά σαν ως τα ουράνια και είναι ωραία βουνά.
Τη χρονιά αυτή δηλαδή όταν ήμουνα στην πέμπτη συνέπεσε να γράψω μαθηματικά και τα τρία ζητήματα μόνον εγώ . Αυτό κυκλοφόρησε σαν νέο σε όλη την περιοχή. Με την έναρξη του νέου σχολικού έτους φεύγει ο γυμνασιάρχης Βασιλόπουλος και στη θέση του έρχεται ο Σταυρόπουλος Γεώργιος Μαθηματικός προερχόμενος από τα μέρη του Μεσολογγίου ο οποίος με βάζει απουσιολόγο και επιμελητή. Επιμελητής ήμουνα και τα άλλα δύο χρόνια, στην εβδόμη και στην ογδόη. Με τον Σταυρόπουλο ομολογώ ότι μάθαμε μαθηματικά. Δεν χρησιμοποιούσε μόνον το βιβλίο του οργανισμού αλλά κυρίως είχε ένα δικό του τετράδιο βιβλίο, στο οποίο είχε γράψει όλες τις ασκήσεις που είχαν δοθεί σε όλες τις σχολές του πανεπιστημίου και τις στρατιωτικές σχολές. Η παράδοση του μαθήματος γινότανε με τη συμμετοχή όλης της τάξεως. Με τον τρόπο αυτόν της παράδοσης ακόμα και εκείνοι οι μαθητές που δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά με τα μαθηματικά συμμετείχαν και τους γινόντουσαν κατανοητά. Εγώ τα πήγαινα πάρα πολύ καλά μαζί του, με αγαπούσε και τόδειχνε. Στην όγδοη τάξη όμως και στο τελευταίο διαγώνισμα που ήταν Κοσμογραφία μάθημα του Σταυρόπουλου συνέβη το εξής περιστατικό. Εγώ επειδή κατέβαινα από το χωριό μια ώρα δρόμο είχα μαζί μου το βιβλίο της κοσμογραφίας, γιατί διάβαζα στη διαδρομή. Για να γράψουμε λοιπόν διαγώνισμα όλη την τάξη που ήταν είκοσι δύο μαθητές και μαθήτριες , μας χώρισαν σε πέντε αίθουσες ανά τέσσερις σε κάθε αίθουσα. Εγώ ήμουν στην τελευταία αίθουσα και στο βάθος αυτής με τους συμμαθητές μου Χρονόπουλο Αθ., Κουμανιώτη Γεωργία, Γκλαβά Χαραλαμπία, και Μητροπούλου Μαρία. Ο γυμνασιάρχης βγαίνει από το γραφείο μπαίνει στην πρώτη αίθουσα και υπαγορεύει τα ζητήματα-θέματα για γράψιμο, μια μαθήτρια της εβδόμης τάξεως από τη Δάφνη Ανανιάδου άκουσε κάποιο ζήτημα και έκρινε σκόπιμο να τρέξει να μου το πει. Εγώ δεν χάνω καιρό, παίρνω το βιβλίο από το πρεβάζι του παραθύρου που το είχα εναποθέσει, και ανοίγω στο σημείο που υπολόγισα πως ήταν το θέμα που μου είπε η Ανανιάδου για να του ρίξω μια ματιά, απάνω μου φθάνουν και οι άλλοι τρεις συμμαθητές μου. Ο γυμνασιάρχης αντί να πάρει τις τάξεις στη σειρά έρχεται κατευθείαν σε εμάς λες και κάτι είχε καταλάβει, βλέποντάς μας συγκεντρωμένους πάνω από το βιβλίο της κοσμογραφίας, εκρήγνυται και σε άγριο και οργίλο ύφος μου λέει, "Ζαγάρι και σε είχα σαν παιδί μου." Δεν μας υπαγορεύει τα θέματα αλλά φεύγει και πάει στις άλλες τάξεις που δεν ξέρουν το περιστατικό και δίδει σ' αυτούς τα θέματα να γράψουν, και σε λίγο έρχεται σε μας με άλλα θέματα για γράψιμο. Για καλή μου τύχη ήξερα καλύτερα αυτά που μας έβαλε από εκείνα που είχε δώσει στις άλλες αίθουσες. Αφού τελείωσε την υπαγόρευση ακολούθησε και επωδός "Γράφτε τώρα ζαγάρια." Επιτηρητής κάθισε ο ίδιος. Εγώ άρχισα να γράφω, ενώ οι συμμαθητές μου έβαλαν το χέρι τους κάτω από το σαγόνι τους και κοίταζαν έμένα που έγραφα αμήχανοι, γιατί τα θέματα που έβαλε ήταν τα πλέον δύσκολα της κοσμογραφίας. Βλέποντάς με να γράφω, μου λέει "εσύ θα γράψεις ζαγάρι αλλά αυτούς δεν τους σκέφτεσαι;" Καλύτερα να μ' έσφαζε παρά αυτά που μου είπε. Το άσχημο ήταν ότι δεν δεχότανε καμιά κουβέντα επ' αυτού. Τέλος πάντων, εγώ τελείωσα το γυμνάσιο ενώ οι συμμαθητές μου έμειναν επαναξετασταίοι στο μάθημα της κοσμογραφίας, θεωρώντας έμένα υπεύθυνο για την κακοτυχία τους. Ύστερα από δύο περίπου χρόνια σε μία άδεια που είχα από την Αεροπορία που υπηρετούσα σαν Αρχισμηνίας, τον βρήκα στα Μαζέικα και τον παρεκάλεσα να με αφήσει να του πω τι ακριβώς είχε συμβεί τότε με το διαγώνισμα της κοσμογραφίας. Πράγματι με είχε παρεξηγήσει γιατί πίστευε πως εγώ πήγα και κρυφάκουσα τα θέματα και έτρεξα να τα και στους άλλους. "Σε παρεξήγησα παιδί μου", μου λέει κι έτσι έφυγε από πάνω μου ένα βάρος που ένιωθα γιατί όπως είπα και προηγούμενα τον σεβόμουνα αυτόν τον άνθρωπο σαν πατέρα μου.
Στα γυμνασιακά μου χρόνια άρχισε και η εφηβεία μου. Οι ανησυχίες που νιώθουν όλα τα παιδιά αυτής της ηλικίας. Το γεγονός ότι ήμουνα καλός μαθητής μου ανέβασε το ηθικό και έγινα πιο προσιτός στις παρέες. Τα κορίτσια επεδίωκαν την συντροφιά μου άλλά μέχρι εκεί. Το θέμα ηθική στην περιοχή μας εκείνον τον καιρό ήταν πολύ βασικό. Έβαζα λοιπόν το καπέλο μου (φορούσαμε καπέλο τότε με έμβλημα την κουκουβάγια) στραβά και γκομένιζα κάνοντας βόλτες στα Μαζέικα με μερικούς από τους συμμαθητές μου. Είχα βάλλει και στο μάτι κάνα δυο μαθήτριες , αλλά το περιβάλλον ήταν πολύ στενό και η παρακολούθηση των καθηγητών ασφυκτική, ώστε τα περιθώρια μπορώ να πω ήταν από πολύ λίγα μέχρι μηδαμινά, για να συναντήσεις μόνη της μια κοπέλα και να της πεις αυτό που αισθάνεσαι γι΄ αυτήν. Έμενα λοιπόν με τον πλατωνικό μου έρωτα. Μόνο τα καλοκαίρια ξέδινα στο χωριό περιμένοντας να ανέβει από την Πάτρα μια κοπέλα στο θείο της για παραθερισμό. Σχηματίζαμε τότε μια παρέα που καθόμαστε τα βράδια, στο φεγγαρόφωτο του καλοκαιριού, στ΄ αλώνι της βρύσης, και έπαιζα με διάφορα παιχνίδια, εκεί λοιπόν κλέβαμε και κανά φιλί που ήταν τα πιο γλυκά νεανικά φιλιά. Ο πατέρας μου πάντα με αυστηρό ύφος με συμβούλευε γιατί φοβότανε μη μπλέξω και εκθέσω καμιά κοπέλα. Ήθελε να προχωρήσω στα γράμματα, να φύγω από το χωριό, να πιάσω μια καλή δουλειά στην Αθήνα ώστε να ζήσω καλύτερα απ΄ αυτόν. Πάντα στα χείλη του είχε την ίδια επωδό.
- Πρόσεξε κακομοίρη μου μη σε μπλέξει καμιά και μείνεις εδώ. Πρόσεξε μην το μάθουν τ΄ αδέρφια της τάδε και σε ξυλοφορτώσουν.
Εγώ βέβαια με την ορμή της νιότης όλα αυτά τ' άκουγα βερεσέ. Εκείνη την εποχή, επειδή η οικογένειά μου δεν είχε τα μέσα, όπως και αλλού έχω γράψει, είχα στερηθεί το ελάχιστο έστω χαρτζιλίκι. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο έπρεπε κι εγώ κάτι να κάνω. Έτσι λοιπόν τις ελεύθερες μέρες των διακοπών τόσο του Πάσχα όσο και του καλοκαιριού, δούλεψα στον καλογερικό κάμπο ( Κατσάνα) που κάποιοι Καλαματιανοί τον είχα φυτέψει ρύζι θαρρώ το 1952. Παράλληλα είχε αρχίσει και η κατασκευή του αμαξιτού δρόμου Μαζέικα - Λευκάσιο. Εκεί, πάντα στο χρόνο των διακοπών, δούλευα ανοίγοντας τρύπες στους βράχους με ματικάπι και ματρακά για φουρνέλα. Τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά μηχανικά μέσα και για αυτόν ακριβώς το λόγο το σκάψιμο γινότανε με τσαπιά και κασμάδες, η μεταφορά του χώματος με τζουβιέρες και το σπάσιμο των βράχων με φουρνέλα και βαριοπούλες. Το δρόμο τον είχε αναλάβει να τον φτιάξει το χωριό με χρηματοδότηση του κράτους που εξυπηρετούσε διπλό στόχο. Ο ένας να εξυπηρετηθεί το χωριό και ο άλλος να βρουν δουλειά και οι κάτοικοί του παίρνοντας για μεροκάματο οι μεν άντρες 16 δραχμές και οι γυναίκες 11. Υπεύθυνος του εργοταξίου ήταν πότε ο Χάρης ο Δελλής και πότε ο Παναγιώτης ο Λουκόπουλος(Μπρέκος). Είχε λοιπόν σχηματιστεί ένα συνεργείο με επικεφαλής το Χρήστο Γιαννακόπουλο(Σουρή) ειδικευμένο στα φουρνέλα. Σ' αυτό το συνεργείο μερικές φορές ήμουνα και εγώ. Έτσι οικονόμαγα λίγο χαρτζιλίκι για να ανταποκρίνομαι στην παρέα. Κάθε χρόνο στο τέλος Σεπτεμβρίου με αρχάς Οκτωβρίου στα Μαζέικα γινότανε έμποροζωο πανήγυρη που ήταν και η τελευταία της περιοχής γι' αυτό ήταν το μεγάλο γεγονός της χρονιάς για τους κατοίκους, επειδή περίμεναν σ΄ αυτήν άλλος να πουλήσει ότι είχε για πούλημα και άλλος να αγοράσει αντίστοιχα αυτό που είχε ανάγκη.
Κρατούσε μια ολόκληρη βδομάδα και σ΄ όλη αυτή την βδομάδα κάθε βράδυ είχε γλέντι στα διάφορα κέντρα με κομπανίες που ερχόντουσαν από την Αθήνα και άλλα μέρη με δημοτικά και λαϊκά τραγούδια. Έτσι έπαιρνε και το χαρακτήρα του κοσμικού γεγονότος .Σ΄ αυτήν λοιπόν την εμποροζωοπανήγυρη πολλές φορές πουλούσα λουκουμάκι και νερό ένα φράγκο και τα δυο, για να δροσιστούν οι κακόμοιροι αγρότες που τους έκαιγε το λιοπύρι του γαϊδουροκαλόκαιρου της εποχής περιμένοντας τον αγοραστή του ζώου που πουλούσε ή στο κλείσιμο της συμφωνίας να ευχηθεί ο ένας να του ζήσει και ο άλλος σε καλή μεριά τα λεφτά που εισέπραξε. Με το λουκουμάκι και νερό, έβγαζα τόσο τη μαθητική εισφορά που δεν ήταν και λίγη και μου έμενε και χαρτζιλίκι. Τα λουκούμια τα έπαιρνα από τον θείο Δημήτρη Λουκόπουλο, πρώτο ξάδερφο της μάνας μου, βερεσέ με απόδοση λογαριασμού στο τέλος της πανήγυρης. Στις δουλειές που έκανα στα γυμνασιακά μου χρόνια σκόπιμο είναι να σημειώσω ότι, στα δύο πρώτα χρόνια, διετέλεσα νεωκόρος (καντηλανάφτης) στην εκκλησία του χωριού μου τον Άγιο Δημήτριο, έναντι μικρής μηνιαίας αμοιβής. Την εργασία αυτή την έκανα όχι τόσο για τα λεφτά, τα οποία δεν μπορώ να πω πως δεν τα είχα ανάγκη, γιατί τα είχα και τα παραείχα, αλλά περισσότερο να υπηρετήσω τον άγιο και προστάτη του χωριού μας. Λέγανε στο χωριό ότι όποιος έκανε νεωκόρος στον Άγιο Δημήτρη πρόκοψε στη ζωή του. Αυτό το βεβαίωνε και η μάνα μου, απαριθμώντας τα παιδιά που πέρασαν από την εκκλησιά. Στην αρχή τον ενθουσιασμό μου τον υπερκάλυψε ο φόβος, γιατί πίσω και πλάι στην εκκλησιά ήταν το Νεκροταφείο του χωριού. Η παιδική φαντασία κάλπαζε με αποτέλεσμα να μου κόβονται τα πόδια όταν ήταν να ανέβω στο καμπαναριό για να χτυπήσω την καμπάνα. Το μαρτύριό μου μεγάλωνε την εποχή των χαιρετισμών και το Μεγαλοβδόμαδο που η εκκλησία άρχιζε στις εννέα το βράδυ. Έπρεπε λοιπόν ν΄ ανέβω στον τρίτο όροφο του καμπαναριού που ήταν οι καμπάνες να τις χτυπήσω. Το πρόβλημα δεν το είχα τόσο κατά το ανέβασμα, γιατί ανεβαίνοντας έβλεπα κατά το νεκροταφείο, το είχα στο κατέβασμα που το είχα πίσω μου. Το αεράκι που ερχότανε μέσα από τα μνήματα μου πάγωνε τις γάμπες των ποδιών μου, κι εγώ νόμιζα ότι ήταν τα χέρια νεκρών που προσπαθούσαν να με πιάσουν. Αν τύχαινε δε και είχε πρόσφατα κάποιος πεθάνει τότε νόμιζα πως άκουγα και τη φωνή του ακόμα. Θα μου πείτε γιατί δεν έλεγα του παπά να ερχότανε πιο νωρίς ώστε να έχω παρέα. Το έκανα κι αυτό, αλλά πόσες φορές θα ερχότανε ο παπάς; Εξ άλλου αυτή η δουλειά είναι δουλειά του νεωκόρου. Να πάει πιο μπροστά, να χτυπήσει την καμπάνα να ανοίξει την εκκλησία ν΄ ανάψει τα καντήλια και τότε να έρθει ο παπάς. Σ' αυτή τη δύσκολη θέση λοιπόν είχα βρεθεί και κάποτε άλλοτε μικρότερος σε ηλικία στον εμφύλιο. Τότε με είχε αγγαρέψει ένας αντάρτης να του δείξω το δρόμο μέχρι τα Μαζέικα, φορτώνονται με ένα αυτόματο στεν και ένα περίστροφο χαλασμένο με μύλο αυτός είχε άλλα δύο αυτόματα και ένα ολοκαίνουργο περίστροφο. Ήταν απόγευμα όταν ξεκινήσαμε από το χωριό και όταν φθάσαμε στα Μαζέικα άρχισε να νυχτώνει. Εκεί με άφησε να γυρίσω πίσω. Γυρνώντας έπρεπε να περάσω από της παναγιάς το ρέμα για το οποίο είχα ακούσει από τους μεγάλους πολλές ιστορίες φαντασμάτων. Επειδή κατά μήκος αυτού είχαν γίνει διαχρονικά τρεις με τέσσερις φόνοι , οι διερχόμενοι τη νύχτα από κει έλεγαν πως άκουγαν βογκητά ,κλάματα, έβλεπαν κότες που μεταμφιέζονταν σε σκύλους, σταματούσαν και δεν προχωρούσαν τα άλογα και τόσα άλλα τρομακτικά πράγματα. Άλλος δρόμος δεν υπήρχε να περάσω. Έτσι έχοντας στο νου μου την παροιμία "μπρος βαθύ και πίσω ρέμα" ξεκίνησα. Φθάνοντας στην αγία Παρασκευή όπου, κατά τους περιγράφοντας, άρχιζαν τα φαντάσματα, εγώ άρχισα να σιγανοσφυρίζω το σκοπό κάποιου δημοτικού τραγουδιού για να διασκεδάσω το φόβο μου. Σιγανοσφυρίζοντας και με το αυτί τεντωμένο για να πιάσει και τον παραμικρό θόρυβο πέρασα το φαράγγι και ούτε άκουσα ούτε είδα τίποτα. Αυτό το περιστατικό τό' φερνα και το ξανάφερνα στο μυαλό μου, όταν κατέβαινα τη σκάλα, αλλά εδώ δεν ήταν ρέμα ήταν τα μνήματα γνωστών ανθρώπων, οπότε όσο και να προσπαθούσα να πάρω θάρρος δεν τα κατάφερνα. Ας είναι . Ξεπέρασα το φόβο μου αφού στις τόσες φορές που ανεβοκατέβηκα δεν είδα και δεν άκουσα τίποτα όπως και στης Παναγιάς το ρέμα.

No comments: