Εμείς τα πιτσιρίκια κατά τη διάρκεια της κατοχής δεν είχαμε άλλο παιχνίδι να παίξουμε εκτός από πόλεμο. Χωριζόμαστε σε ομάδες κι άρχιζε η μάχη με τις πέτρες, έδινε κι έπαιρνε ο πετροπόλεμος. Εγώ μάλιστα φέρνω τα ίχνη αυτού του πολέμου, είμαι τραυματίας πάνω στη μάχη. Να πως έγινε. Ήταν μήνας Ιούλιος το 1941, αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι οι γονείς μου είχαν πάει να θερίσουν σιτάρι στη Λυσσαριά, ένα χωράφι, προίκα της Μάνας μου στο πίσω μέρος του Προφήτη Ηλία. Εμείς κάτω από την επίβλεψη, τις περισσότερες φορές της θειας Βάσως Κουφογιαννιάς, πρώτης εξαδέλφης της Μάνας μου, μέναμε στο Χωριό. Η θεια Βάσω είχε κι αυτή τις δικές της δουλειές και δεν μας είχε πάντοτε κάτω από το βλέμμα της, εξ άλλου όλα τα παιδιά γυρίζαμε στο Χωριό, γιατί δεν υπήρχε κίνδυνος ούτε να χαθούμε, ούτε να κακοποιηθούμε από κανέναν. Εκείνη την ημέρα παίζαμε πετροπόλεμο κάτω από το Σπίτι του Βασίλη του Ζουρνά, εγώ ήμουν πίσω από μια μαντρούλα του κήπου και ο Δημήτρης του Καγιανά (Παναγόπουλος) πιο κάτω κι αυτός στο δικό του αντέρεισμα, πέταξα την πέτρα μου και κρύφτηκα, όπως κάνουν οι πολεμιστές που ρίχνουν με το όπλο τους, κρύβονται και περιμένουν να ξαναρίξουν, έτσι κι εγώ περίμενα, όταν σηκώθηκα να πετάξω την πέτρα μου δέχομαι την πέτρα του Δημήτρη στο φρύδι και με παίρνουν τα αίματα, σταμάτησα το αίμα με χαρτί αλλά το τραύμα έμεινε, το έχω και τώρα που γράφω, γι` αυτό λέω πως είμαι τραυματίας πολέμου, αλλά πετροπόλεμου. Το βράδυ φυσικά έφαγα και τις σχετικές μου από τη Μάνα μου.
Στο Χωριό σπάνια ανέβαιναν οι Ιταλοί. Η καραμπιναρία ήταν στα Μαζέικα (Κλειτορία), μια ώρα και κάτι μακριά, όταν όμως ανέβαιναν επιδίδονταν στο αγαπημένο τους πλιάτσικο, ιδίως στις κότες και τ`αυγά. Στην επιστράτευση ο πατέρας μου δεν πήγε στον πόλεμο γιατί ήταν μεγάλος στην ηλικία, πήγε όμως ο Βλάγγος μας, τ` άλογο μας, ένα κόκκινο άλογο μ` ένα άσπρο γαϊτάνι ανάμεσα στ` αυτιά και τα μάτια που κατέβαινε μέχρι το κάτω χείλος του και ήταν το καλύτερο του Χωριού, και δεν είναι υπερβολή αυτό, γιατί οι στρατιωτικοί που το πήραν το αποτίμησαν τότε δεκατρείς χιλιάδες δραχμές, τόσα έγραφε η απόδειξη που δώσανε στον Πατέρα μου να εισπράξει όταν απελευθερωθούμε. Και πράγματι το 1945 μ` αυτή την απόδειξη και με συμπλήρωμα χρημάτων πήραμε τον Κοκκίνη, ένα αμερικάνικο μουλάρι που μας μεγάλωσε. Από τότε που μας πήραν τ` άλογο και μέχρι που πήραμε το μουλάρι, ο πατέρας μου δεν κατάφερε ν` αποκτήσει ούτε γαϊδούρι γι` αυτό και πεινάσαμε αυτά τα χρόνια.
Μετά τον βομβαρδισμό της Πάτρας και το άγγελμα του θανάτου της θειας μου και του θείου της, ο πατέρας μου και ο παππούς μου πήγαν στην Πάτρα για να παραλάβουν το σπίτι και τα υπάρχοντά τους ως κληρονόμοι, ο μεν παππούς εκπροσωπώντας τον εαυτό του και τις δύο άλλες ανύπαντρες κόρες του (Διαμάντω και Μαγδάλω) ο δε πατέρας μου τον εαυτό του. Δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά αυτοί οι δύο, θυμάμαι, πως ο πατέρας καταφερότανε κατά του παππού που πήγε πιο μπροστά από αυτόν και έκρυψε, λέει, πολλά από τα κινητά πράγματα του σπιτιού. Πάντως εμείς φάγαμε στα πιάτα και μαγειρέψαμε στις κατσαρόλες των σκοτωμένων, από εδώ φαίνεται και η ανέχεια της οικογένειας μας. Το μερίδιο του σπιτιού αυτού της Πάτρας που ανήκε στον πατέρα μου, το πούλησε το 1945 στην αδερφή του τη Μαγδάλω που πρόσφατα παντρεύτηκε στο Χωριό τον Δημήτρη Μπερτσουκλή (Ρακαντάνη) και εγκαταστάθηκε στην Πάτρα, αντί του ποσού των πέντε χιλιάδων Δραχμών, με τα οποία πλήρωσε την απαραίτητη προκαταβολή για το μουλάρι και με τα υπόλοιπα αγόρασε δύο γίδες.
Η αντίσταση κατά του κατακτητή, που σημειωτέον, η πρώτη ομάδα ανταρτών υπό τον Σμήναρχο της Αεροπορίας Μίχα, ξεκίνησε από τα Καλάβρυτα, έφθασε και στο Χωριό μας. Το Σχολείο χρησιμοποιείτο σαν γραφεία της αντίστασης. Στην οργάνωση αυτή μυήθηκαν πολλά
παλικάρια του Χωριού, αναφέρω όσους θυμάμαι. Αλέξης Θεοδώνης, Ιωάννης Κιούσης Ανδρέας Ζουρνάς, Ανδρέας Κατσής, Νίκος Κατσής, Γιώργης Κιούσης και ο αδερφός του Κώστας, Χάρης Δελής και άλλοι τους οποίους τώρα δεν θυμάμαι. Κατά την κατοχή στο Χωριό μας είχε μείνει για κάμποσο χρονικό διάστημα, για ανάρρωση, ένας αντάρτης τραυματίας στο πόδι, έμενε στο σπίτι της Παπαχαλδίνας, αυτό που σήμερα το έχει ο Μίμης Κουλούκης. Εκεί μαζευόμαστε εμείς για να φάμε καμιά φασολάδα, αλλά κύρια για να θαυμάσουμε τον ήρωα που πολέμησε ενάντια στους Ιταλούς και τραυματίστηκε στο πόδι. Στα μάτια τα δικά μου φάνταζε μεγάλος, δυνατός και σκληρός πολεμιστής.
Όλα σχεδόν τα καλοκαίρια της κατοχής και του εμφύλιου πολέμου τα βγάζαμε στο χωράφι μας στον Άγιο Νικόλαο, και δεν είμαστε οι μόνοι το ίδιο έκαναν όλοι όσοι είχαν χωράφι σ` αυτήν την περιοχή. Το χωράφι αυτό είναι δεν είναι ένα στρέμμα, προίκα της Μάνας μου, ανάμεσα σε άλλα δύο κομμάτια ίσης έκτασης, το κάτω από το δικό μας είναι της αδερφής της, της Βασίλως και το πάνω της άλλης της αδερφής της Μαρίας. Μέναμε εκεί γιατί ήταν ποτιστικό και βάζαμε περιβόλι. Ο πατέρας μου είχε ανοίξει πηγάδι στην άκρη του με το νερό του οποίου πότιζε τα ζαρζαβατικά του τη δεκαμερία που το νερό της πηγής του Αι-Νικόλα το είχαν οι Φιλαίοι στο απέναντι μέρος του ρέματος. Προς το μέρος του δρόμου και στο πάνω άκρο έφτιαχνε φρατζιάτα, δηλαδή μια σκιά μια κλαδιά από δέντρο ( δρυ) κι ένα κρεβάτι πάλι με κλαδιά, πάνω στο οποίο έστρωνε ένα ματαράτσι που ξαπλώναμε όλη η οικογένεια. Γύρω από το πηγάδι υπήρχαν τρεις συκιές και μια κυδωνιά. Τα σύκα δεν πρόφθαναν να κοκκινίσουν στη μύτη που γινόντουσαν ανάρπαστα, ξέραμε ποιο, που και πότε θα γίνει το καθένα. Για να ποτίσουμε το χωράφι, το νερό το φέρναμε με αυλάκι από το κάτω κεφαλόβρυσο του Αι Νικόλα. Στη διαδρομή χανότανε το περισσότερο, πότε στις τρύπες των καβουριών και πότε από το κρυφοκόψιμο που έκαναν οι προηγούμενοι του δικού μας χωραφιού, (συνηθισμένος καυγάς με τα παιδιά του Άγγελου Ζαφειρόπουλου από το Χωριό μας με τα παιδιά του Νίκου του Ξυγγά από του Φίλια). Αυτών τα Χωράφια ήταν πιο κοντά στην πηγή του νερού κι έμεναν μόνιμα σαν κι εμάς εκεί, ιδίως τα βράδια κούναγαν την κόφτρα στο πάνω μέρος του Χωραφιού τους που περνούσε το αυλάκι και που ήταν από πέτρες και λίγο χώμα, έτσι έφευγε λίγο νερό, ικανό όμως να ποτίσουν αυτοί τα δικά τους περιβόλια και αρκετό για εμάς να μας ταλαιπωρήσει σε χρόνο. Όταν έπεφτε η σειρά μας ναποτίσουμε νύχτα ήταν ωραία, γιατί και δροσιά ήταν και πολύ νερό ερχότανε, αν όμως τύχαινε μεσημέρι τότε ήταν το δράμα, γιατί μεριά το καλοκαίρι και η ζέστη μεριά τα κοψίματα όπως είπα, είμαστε αναγκασμένοι να πηγαινοερχόμαστε κατά μήκος του αυλακιού
που ερχόταν το νερό σαν φτωχοσυμπέθεροι. Τα βάτα, οι τσουκνίδες, τα φίδια, τα βατράχια και αυτά τα καβούρια, ήταν οι σύντροφοι μας. Τα βάτα μας έδιναν τα βατόμουρά τους αλλά μας ξέσχιζαν και τα γυμνά πόδια μας. Εμείς οι μικροί τότε φορούσαμε κοντό παντελόνι, για να φορέσεις μακρύ παντελόνι έπρεπε να πηγαίνεις στο γυμνάσιο.
Αυτό το χωράφι ήταν η μισή παιδική μου ηλικία. Έχοντάς το σαν ορμητήριο οι γονείς μου πήγαιναν στις άλλες δουλειές τους και ξαναγύριζαν σ` αυτό. Στο Χωριό ανέβαινε η Μάνα μου μόνο για να ζυμώσει ψωμί ή για να πλύνει κάνα ρούχο. Μετά το θερισμό του αραποσιτιού και βάλε μαζευόμαστε στο Χωριό, έπρεπε δηλαδή να σφίξει το κρύο, αυτό ήταν που μας μάζευε, γιατί σχολείο δεν υπήρχε λόγω κατοχής. Στην κατοχή γέμισαν τα Χωριά από συγγενείς και φίλους των αστικών κέντρων, γατί εκεί τα πάντα χορηγούνταν με δελτίο με αποτέλεσμα να θερίζει η πείνα. Κάθε πρωί, όπως μαθαίναμε, περνούσε το κάρο του Δήμου και μάζευε τους πεθαμένους, πολλοί από τους οποίους θεωρούντο άγνωστοι επειδή δεν τους δήλωναν οι δικοί τους για να μην χάσουν το δελτίο. Στα Χωριά υπήρχαν τουλάχιστον τα βασικά τρόφιμα, ψωμί, γάλα, τυρί, λάδι κ.λ.π. Όσοι λοιπόν είχαν συγγενείς ή φίλους στα χωριά παράτησαν τα αστικά κέντρα και κατέβηκαν σ` αυτά. Το Χωριό μας γέμισε από τέτοιες οικογένειες. Μια από αυτές ήταν και του Παναγιώτη Ζαφειρόπουλου (Ρεκούτη). Η οικογένεια αυτή ήταν στην Αμερική κι όταν επαναπατρίστηκε έμεινε στη Αθήνα και μάλιστα στην οδό Λεωχάρους σε δικό της σπίτι. Επειδή και στο Χωριό είχε σπίτι, χωράφι και αμπέλι παράτησε την Αθήνα και κατέβει στο σπίτι της στο Χωριό, αγόρασε δυο γίδες και καλλιεργούσε το χωράφι που ήταν ποτιστικό και τ` αμπέλι. Γράφω για αυτή την οικογένεια γιατί από τις γίδες της η αδερφή μου που ήταν μόλις δύο χρόνων ( Γεννήθηκε το 1939) είχε εξασφαλίσει σε καθημερινή βάση το γάλα. Ήταν χρυσή καρδιά η κυρία Θοδώρα, που πρώτα έβγαζε ένα ποτήρι γάλα για την μικρή μου αδερφή την Αρετή και ύστερα έδινε στα παιδιά της, το Γιώργη και την Κική. Τις γίδες τις βοσκούσαμε μαζί με την Κική που ήταν περίπου τρία με τέσσαρα χρόνια μεγαλύτερή μου. Μια φορά εκεί που τις βοσκούσαμε κατά μήκος του ρέματος στον Αι Νικόλα και όπως κατεβάζαμε τις κλάρες από τις λυγαριές για να φάνε, σε μια από τις κλάρες βλέπουμε μια σαΐτα (φίδι) να είναι έτοιμη να μας επιτεθεί, βάζουμε κάτι φωνές και όπου φύγει, φύγει, μας ακολούθησαν ευτυχώς και οι γίδες κι έτσι γλιτώσαμε. Μετά την απελευθέρωση γύρισαν στην Αθήνα και πολύ αργότερα η Κική παντρεύτηκε στη Θεσσαλονίκη και ο Γιώργης αφού σπούδασε Χημικός στην Ιταλία άνοιξε εργοστάσιο στο εικοστό χιλ. της Εθνικής οδού Αθηνών- Λαμίας και κάνει καλά λεφτά.
Από τον Οκτώβριο του 1940 και μέχρι τον Απρίλιο του 1941 που η Ελλάδα συνθηκολόγησε άνευ όρων με τους Γερμανούς η καμπάνα του Χωριού χτύπησε πολλές φορές χαρμόσυνα. Η καμπάνα ήταν το μόνο μέσο για να αναγγελθεί μια νίκη των Ελληνικών στρατευμάτων κατά των Ιταλών στο μέτωπο, πότε έπεσε το Αργυρόκαστρο, Η Πρεμετή, η Χειμάρα. Στο καμπαναριό κυμάτιζε η Ελληνική Σημαία. Το Χωριό χαιρόταν για τις νίκες των Ελλήνων, παράλληλα όμως καρδιοχτυπούσε και για τη ζωή των παιδιών του που πολεμούσαν στη πρώτη γραμμή του μετώπου. Μόλις η Ελλάδα κατελήφθη από τους Γερμανούς άρχισαν να επιστρέφουν οι στρατευμένοι μας με τα πόδια. Θλίψη και κατήφεια αντικατέστησε τη χαρά και την υπερηφάνεια που είχαμε στις νίκες των Ελλήνων. Τώρα ξέρανε ότι θα επακολουθήσει ο εξευτελισμός της ανθρώπινης ύπαρξης από τα στρατεύματα της κατοχής. Στην Πελοπόννησο δεν κατέβηκαν αμέσως οι Γερμανοί. Τη διοίκηση ανέλαβαν οι Ιταλοί. Έτσι εγκαταστάθηκε η καραμπινιαρία στα Μαζέικα παράλληλα με τη Χωροφυλακή. Οι Ιταλοί σπάνια ανέβαιναν στο Χωριό και όσες φορές ανέβαιναν το έριχναν στο πλιάτσικο, ιδίως στις κότες και τα αυγά, γι` αυτό τους αποκαλούσαν και αυγουλάδες. Ο πρώτος στόχος τους ήταν να φτιάξουν την αμαξιτή οδό Μαζέικα-Τρίπολη για τη δική τους επικοινωνία και εξυπηρέτηση. Η οδός αυτή είχε μεν αρχίσει να γίνεται προπολεμικά αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί σε πολλά σημεία. Έτσι υποχρεώνουν τους προέδρους των γύρω Χωριών να στέλνουν κάθε μέρα ορισμένο αριθμό εργατών να δουλεύουν στην κατασκευή. Στην κατασκευή του δρόμου και στο σημείο της Κατσάνας δούλεψαν πολλοί από το Χωριό, εκείνος όμως που δούλεψε και αργότερα μας διηγιόταν διάφορα περιστατικά ήταν ο Γιώργης Αθ. Κιούσης (Κοκοράκης). Έλεγε λοιπόν ένα περιστατικό που του συνέβη με τους Ιταλούς που επέβλεπαν το έργο, μάθανε ότι στο ποτάμι υπάρχουν ψάρια πέστροφα. Παίρνουν το Γιώργη και τον αναγκάζουν να μπαίνει στο ποτάμι να μαζεύει τα ψάρια που σκότωναν ρίχνοντας χειροβομβίδες, την πρώτη ημέρα ο Γιώργης έβγαλε όλες τις πέστροφες και τις έδωσε στους Ιταλούς, την επομένη όμως σκέφτηκε γιατί να μην πάρει και αυτός καμία, έτσι αντί να τις δώσει όλες έριξε και μερικές στο πανταλόνι του, οι Ιταλοί βλέποντά στον τον ρώτησαν τι έχει στο παντελόνι και αυτός νομίζοντας ότι δεν ξέρουν Ελληνικά τους είπε πως έχει αρκίντια και
αυτοί ανταπάντησαν σε Ελληνικά, πως πρώτη φορά βλέπουν αρκίντια με φτερά, μιας πέστροφας η ουρά είχε βγει από το παντελόνι τουκαι τον πρόδωσε.
Η αντίσταση όπως, έχω γράψει και προηγουμένως, έχει ήδη οργανωθεί και αυτή των Μαζέικων (Κλειτορίας) είναι από τις πλέον δραστήριες. Την οργάνωσή της ανέλαβε ο Αλέκος Βουρτσάνης που κατέβηκε από την Αθήνα με εντολή του Κ.Κ.Ε. και φυσικά οι πρώτοι πυρήνες ήταν κομουνιστές. Στο χωριό δεν υπήρχε κανένας κομουνιστής, παρά ταύτα όμως οργανώθηκαν στην Ε.Π.Ο.Ν. τα παλικαρόπουλα που ανάφερα καθαρά από πατριωτικά αισθήματα και μόνον. Ήδη στην επαρχία Καλαβρύτων εμφανίστηκαν και οι πρώτοι αντάρτες. Μια μικρή ομάδα από αυτούς χτύπησε την υποδιοίκηση Χωροφυλακής των Μαζέικων στις 31-5-1943. Πόσοι και ποίοι συμμετείχαν σ` αυτό το χτύπημα δεν ενδιαφέρει το παρόν, εκείνο που με έκανε ν` αναφέρω αυτή τη δράση της ομάδος είναι το γεγονός ότι ο οργανωτής και υπεύθυνος αυτής ήταν ο Γερο- Μίχος ο οποίος κατά την εκτέλεση του εγχειρήματος ευρίσκετο στο χωριό Τσορωτά (Λευκάσιο). Το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής σχεδιάζοντας την απόβαση στη Σικελία θέλησε να παραπλανήσει τον Άξονα διαδίδοντας ότι σχεδιάζεται απόβαση στην Πελοπόννησο και μάλιστα στην πεδιάδα του Πύργου, γι` αυτό ενισχύει το αντάρτικο με όπλα, πυρομαχικά και ασύρματο. Οι Ιταλοί θορυβημένοι ενισχύονται σε δύναμη και αρχίζουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, αλλά τους αντάρτες δεν κατορθώνουν να τους διαλύσουν γιατί έχουν την υποστήριξη του πληθυσμού.
Το καλοκαίρι έχει μπει για τα καλά, Κυριακή είκοσι Ιουνίου 1943, μια δεκαπενταριά αντάρτες στη βρύση του χωριού καθισμένοι στον ίσκιο του πλάτανου ακονίζουν τις ξιφολόγχες και τα μαχαίρια τους, κάτι λένε μεταξύ τους, γενικά έχουν μια κινητικότητα και μια νευρικότητα που και σε μένα ακόμη ήταν αφύσικη, κάποιος έρχεται, κάτι τους λέει και αμέσως σηκώνονται, ανεβαίνουν προς το δάσος, πάνω από το Νεκροταφείο του Κοκοράκι το σπίτι, και χάνονται. Σε όχι πολύ ώρα τη θέση τους στη βρύση κατέλαβαν Ιταλοί που έφθασαν από τα Μαζέικα. Εμείς μερικά παιδιά μόλις έφυγαν οι αντάρτες σκορπιστήκαμε στο χωριό. Εγώ βρέθηκα στου Ρακαντάνη τ` αλώνι, δίπλα στ` αλώνι ήταν μία στρούγκα που αρμέγανε τα πρόβατα και τυροκομούσαν. Πολλές φορές πήγαινα εκεί γιατί κάπου μου δίνανε
λίγη στάλπη να φάω και να πιω τυρόγαλο πριν να βγάλουν τη μυζήθρα. Ο αδερφός μου ο Τάκης βρέθηκε στου Μέξι τη στρούγκα της θειας μου Βγενιάς πρώτης ξαδέρφης του πατέρα μου, πάλιν και αυτός για τον ίδιο σκοπό. Από εκεί λοιπόν ακούγαμε το κροτάλισμα των πολυβόλων σε βολές κατά ριπάς. Δίπλα από το χωριό μας του Φίλια είχε ανάψει η μάχη για τα καλά μεταξύ των ανταρτών και Ιταλών. Όπως έλεγαν μετά τη μάχη οι πιο μεγάλοι, κάποιοι προδότες ειδοποίησαν τους Ιταλούς ότι οι αντάρτες βρίσκονται ή στου Τσορωτά ή στου Φίλια. Εκατό περίπου Ιταλοί ξεκίνησαν για να τους βρουν, κι επειδή δεν τους βρήκαν στου Τσορωτά τράβηξαν για του Φίλια. Οι πρώτοι Ιταλοί μπαίνανε στου Φίλια και οι τελευταίοι θα ήσαν στον Άγιο Μάμα που οι αντάρτες τους βάλανε στη μέση, άλλοι από τον προφήτη Ηλία των Φιλαίων και άλλοι από την Αγία Τριάδα τη δική μας και τους τσάκισαν. Η μάχη κράτησε μέχρι το απόγευμα. Σ` αυτή τη μάχη έλαβε μέρος και ο Αργύρης Αντωνόπουλος (Τσαϊπάς) από το χωρίο μας, ο Διάκος όπως ήταν γνωστός τότε. Και πράγματι ήταν αν όχι Διάκος Ιερομόναχος οπωσδήποτε στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας όταν πέταξε τα Ράσα για να βγει στο Βουνό κατά του κατακτητή. Οι απώλειες των ανταρτών λένε πως ήταν μόνο δύο και μάλιστα ετάφησαν ο ένας στου Δημάκη το λάζο και ο άλλος πάνω από τα μελίσσια τα Φιλαίκα, οι δε Ιταλοί επί δύο ημέρες κατέβαζαν σκοτωμένους και τραυματίες από το καταράχι της Ανάληψης στα Μαζέικα. Την επομένη οι Ιταλοί πήρανε από το χωριό μας, τον Πρόεδρο (Ρακαντάνη), τον Παπά (Δημ.Αναγνωστόπουλο), το δάσκαλο (Σπύρο Κιούση) και μερικούς από του Φίλια. Τους πήγαν στο νεκροταφείο το Φιλαίικο και εκεί τους ανακρίνανε για να μάθουν ποιος ειδοποίησε τους αντάρτες, οι δικοί μας επέμεναν ότι δεν τους ειδοποίησε ο Πάγκαλος αλλά ο Τάγγαλος από του Φίλια, επιμένοντας στο Τάγγαλος και όχι Πάγκαλος τους άφησαν ελεύθερους, από δε τους Φιλαίους σκότωσαν έξι μεταξύ των οποίων και τον Παπά. Την τρίτη ημέρα θέλησαν να κάψουν το Φίλια βομβαρδίζοντάς το. Πλάκωσαν λοιπόν δύο βομβαρδιστικά αεροπλάνα Ιταλικά, έκαναν γύρους πάνω από τα χωριά, Τσορωτά και Φίλια. Για να αναγνωρίσουν τον στόχο, Οι Ιταλοί είχαν απλώσει στον τρούλο της εκκλησίας κόκκινα απλάδια. Εμείς εκείνη την ημέρα είμαστε στο σπίτι. Ο πατέρας μπαρουτοκαπνισμένος από τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, πολέμησε έξι συνεχή χρόνια, κατάλαβε τι θα συμβεί και μας μάζεψε κάτω στο κατώι του σπιτιού. Τ` αεροπλάνα αφού έκαναν τις βόλτες τους και έσπειραν φόβο και πανικό, κατέβηκαν χαμηλά και άφησαν τις βόμβες τους να πέσουν στου Φίλια, αλλά αντί να πέσουν στου Φίλια, αυτές πέσανε στο δικό μας το δάσος και συγκεκριμένα από το σημείο που είναι σήμερα η δεξαμενή και προς τα μέσα. Τα θραύσματα από το σκάσιμο των βομβών έφθαναν στο σπίτι το δικό μας. Εμείς τ`ακούγαμε έξω στην αυλή μας και στους κήπους, Καμιά λοιπόν δεν έπεσε στου Φίλια οπότε αποφάσισαν να το κάψουν βάζοντάς του φωτιά. Ήταν μια κόλαση να βλέπεις τον καπνό από τα σπίτια ν`
ανεβαίνει στα ουράνια, να βλέπεις κόπους και μόχθους πολλών ετών να γίνονται καπνός μέσα σε λίγες ώρες, αφού και τα δικά μας τα μάτια βούρκωσαν από τη συμφορά και φούντωσαν το μίσος κατά των Ιταλών. Από το χωριό μας κάψανε μόνο το σπίτι του Αργύρη Αντωνόπουλου (Τσαϊπά) για τη συμμετοχή του στη μάχη. Για την εξέλιξη της μάχης πολλά λέγανε ύστερα από αυτή οι μεγάλοι, λέγανε λοιπόν πως κάποιος αντάρτης κοντόσωμος από το Αίγιο, Ίκαρος τ`όνομά του, έφθασε κοντά στα σπίτια που μέσα ήταν Ιταλοί και πετούσε χειροβομβίδες από τα παράθυρα, και άλλα μικρότερης σημασίας για μένα. Τις βόμβες που δεν σκάσανε ο Γιάννης ο Χάλας από τα Κρυνόφυτα, γαμπρός στο χωριό μας, τις μάζευε και αφού τις απασφάλιζε βγάζοντας τον επικρουστήρα, αφαιρούσε το πετρέλαιο που είχαν μέσα. Πάντως ένας επικρουστήρας, σχήματος τσιγάρου, βρέθηκε στα χέρια του συνομήλικού μου Γιώργη Κατσή, ο οποίος τον περιεργαζόταν κάτω στον ίσκιο του πλάτανου στη βρύση και μπροστά στα μάτια των γυναικών που εκείνη τη στιγμή παίρνανε νερό. Πως και με ποιόν τρόπο εξερράγη ο επικρουστήρας και θρυμματίζει το δεξί του χέρι στον καρπό. Τα κλάματα και οι φωνές από εμάς και περισσότερο από τις γυναίκες, μάζεψαν σχεδόν ολόκληρο το χωριό
στη βρύση. Παίρνουν το παιδί και το κατεβάζουν στα Μαζέικα που ήταν Ιταλό-Γερμανοί οι οποίοι αφού το ακρωτηρίασαν στον καρπό, τον κράτησαν περίπου ένα μήνα και επανήλθε. Ο Γιώργης όταν άνοιξαν τα σχολεία μετά την απελευθέρωση είχε μάθει να γράφει με το αριστερό χέρι και μάλιστα ήταν ο καλύτερος καλλιγράφος. Ο Πάνκαλος (Θεόδωρος Λαΐνης) που πολύς λόγος έγινε στο νεκροταφείο των Φιλίων ότι ειδοποίησε τους αντάρτες για τον ερχομό των Ιταλών, αμέσως μετά τη μάχη εξαφανίστηκε από το χωριό και επανήλθε στις εκλογές το 1961 ως εκπρόσωπος της Ε.Δ.Α.
Θα ήταν παράλειψή μου αν εδώ δεν σημείωνα ένα περιστατικό που αφορά εμένα και την οικογένειά μου που έγινε κατά την ημέρα της μάχης ή την επομένη. Ήταν βράδυ και όλη οι οικογένεια βρεθήκαμε στο αλώνι του Δελή. Για να βρεθούμε εκεί πρέπει να είχαμε θερίσει και τα δεμάτια μας να τα είχαμε στ` αλώνι. Ο Δελής όπως ήταν φυσικό είχε αλωνίσει και κατά συνέπεια είχε και αλεύρι. Είχε μια καλοκαιριάτικη φεγγαράδα που έρχεται η γριά Δελήνα με ένα αχνιστό, αχνιστό καρβέλι ψωμί που είχε βγάλει από το φούρνο εκείνη τη στιγμή, να το βλέπεις και να σου πέφτουν τα σάλια. Φωνάζει το Χάρη, το παιδί της, και του δίνει ένα κομμάτι, εμείς, δηλαδή εγώ και ο αδερφός μου, δίπλα βλέπαμε και λαχταρούσε η καρδιά μας για λιγάκι, αλλά που να μας δώσει η συχωρεμένη. Τότε η μάνα μου που σημειωτέον την είχε και συγγενή, δεν της είπε τίποτα, αλλά φεύγει, πάει στη γριά Παμού και την παρακαλεί να της δώσει λίγο αλεύρι δανεικό μέχρι να βγάλουμε το δικό μας, για να μας ζυμώσει λίγο ψωμί, έτσι κι έγινε. Πότε το ζύμωσε, πότε έγινε και πότε το φούρνισε δεν ξέρω. εκείνο που ξέρω είναι ότι αργά το ίδιο βράδυ φάγαμε κι εμείς όχι βέβαια καρβέλι αλλά κουλούρα. Τότε και για κάμποσο χρονικό διάστημα, επηρεασμένος και από τα λεγόμενα της μάνας μου, κάκιζα τη Δελήνα για την πράξη της, αργότερα βλέποντας τα πράγματα με τη σωστή οπτική ους γωνία τη δικαιολόγησα. Εκείνη έκανε τη δουλειά της, κοίταζε το σπίτι της και το παιδί της σε μια εποχή πείνας και ανέχειας. Ο πατέρας μου δεν θα μπορούσε να είχε στουμπίσει πέντε χερόβολα σιτάρι να πάρει τον καρπό τους να τον αλέσει και να έχει ψωμί για τα παιδιά του; Ή δεν είχε τη δύναμη να σκεφθεί κάτι τέτοιο; Τέλος πάντων δεν κρίνω ούτε τους γονείς μου ούτε τη Δελήνα, απλώς καταγράφω αυτή την εικόνα που πλανιέται στο μυαλό μου.
No comments:
Post a Comment