Μια μέρα πρωί θυμάμαι , φθάνει στο χωριό συνοδευόμενος και με άλλους συναγωνιστές του και παίρνει, τον πρώτο του ξάδερφο Γιάννη Σταθακόπουλο (Καρυπόγιαννη), τον Βασίλη τον Κιούση, τον Κώστα τον Δημήτρουλα(Καγιά), τον Κώστα Κιούση (Κοκκοράκη) και τον Γιώργη τον Μπετστουκλή(Μπουρούτη). Τα παιδιά ακολούθησαν τους αντάρτες χωρίς την θέλησή τους. Τα ακόλουθα μου τα εδιηγήθει ο Γιώργης ο Μπερστουκλής. Τους ανέβασαν στο Χελμό και τους είχαν υπό επιτήρηση. Φυσικό ήταν να προσπαθήσουν να δραπετεύσουν. Συνεννοήθηκαν λοιπόν οι τέσσερις αφήνοντας έξω της συνεννόησης τον Γιάννη Σταθακόπουλο (Καρύπη) και τούτο το έκαναν από φόβο μήπως και τους μαρτυρήσει στον Ξάδερφό του το Θοδωράκη Κουλούκη (Λαρή) και χάσουν όχι μόνον ότι σχεδίαζαν αλλά και την ζωή τους ενδεχομένως ακόμα. Ο Γιάννης ήταν ένα παιδί απονήρευτο και κατά κάποιον τρόπο χαμηλού δείκτη νοημοσύνης. Αφού ακολουθούσαν τους αντάρτες κανα δυό μήνες χωρίς να δώσουν καμιά υπόνοια για δραπέτευση και αφού διαπίστωσαν κάποια χαλάρωση της επιτήρησης το σκάνε και έρχονται και κρύβονται σε μια σπηλιά στου Καμαριού το μέρος με απόλυτη μυστικότητα και χωρίς να τους δει μάτι ανθρώπου. Πεινασμένοι, άπλυτοι και χωρίς ρούχα να αλλάξουν έπρεπε να έρθουν σε επαφή με κάποιον που να χρησιμοποιηθεί σαν σύνδεσμος με τους δικούς τους, αλλά και αυτό ήταν παράτολμο, γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι οι αντάρτες θα έρχονταν στο χωριό και θα συλλάμβαναν τους δικούς τους θα τους ανέκριναν, θα τους απειλούσαν για τη ζωή τους και για τα σπίτια τους, οπότε ήταν ενδεχόμενο κάποιος να σπάσει και να αποκαλυφθούν. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο τότε όλα ήταν χαμένα. Παίρνουν το ρίσκο λοιπόν να ανέβει στο Χωριό ο Κώστας ο Δημήτρουλας (Καγιάς). Τη νύχτα και με πολλές προφυλάξεις φθάνει στο Χωριό και δεν πάει στο σπίτι του πατέρα του αλλά στο σπίτι της θειας του της Κουφογιαννιάς αδερφής του πατέρα του. Μόλις τον αντίκρισαν τα έχασαν, έμειναν αποσβολωμένοι. Με την κουβέντα και την εξιστόρηση των γεγονότων πέρασε η νύχτα και άρχισε να φωτάει η ημέρα που επρόκειτο να φύγει, έτσι ανέβηκε στο ταβάνι του σπιτιού κι εκεί την πέρασε μέχρι το βράδυ. Παράλληλα ειδοποιηθεί ο πατέρας του να φέρει ψωμί, ρούχα και ότι άλλο είχε όχι μόνο για τον Κώστα αλλά και για τους άλλου τρεις, χωρίς να του πουν ούτε που βρίσκονται ούτε τι σκέπτονται να κάνουν. Το βράδυ με τον ίδιο τρόπο που ήρθε έφυγε φορτωμένος με φαΐ και ρούχα. Οι άλλοι κρυμμένοι στη σπηλιά ,γεμάτοι αγωνία για την καθυστέρησή του, γιατί το σχέδιο ήταν να γυρίσει το ίδιο βράδυ στην κρυψώνα τους περίμεναν. Μόλις ήρθε και τους είπε τα καθέκαστα ησύχασαν. Τον σύνδεσμο για την τροφοδοσία τους ανέλαβε ο Πανάγος ο Παππασημακόπουλος ( Παμάς) που διατηρούσε στανοτόπια με γιδοπρόβατα στην περιοχή του καμαριού που κρύβονταν τα παιδιά και δεν ήταν δυνατόν να τον υποψιαστούν ούτε οι αντάρτες αλλά ούτε και οι συγχωριανοί. Στη σπηλιά κάθισαν περίπου μια βδομάδα και ύστερα με χίλιες δύο προφυλάξεις και πάντα νύχτα φύγανε για τα Καλάβρυτα που είχε τακτικό στρατό και εντάχθηκαν στους ανταρτόπληκτους. Στη βδομάδα όμως που κρυβόντουσαν στη σπηλιά έφθασαν στο χωριό οι αντάρτες και τους ζητούσαν από τους δικούς τους. Μάλιστα απειλούσαν να κάψουν το σπίτι του Καγιά, θυμάμαι είχαν βγάλει έξω κάτι μπαούλα με ρουχισμό και τρόφιμα, αφού πείστηκαν ότι δεν γνώριζαν τίποτα για το που βρίσκονται, έφυγαν χωρίς να κάνουν κακό σε κανέναν. Ο Γιάννης Σταθακόπουλος (Καρύπης) που δεν συμμετείχε στην απόδραση, ακολούθησε τους αντάρτες μέχρι την εκκαθάριση της Πελοποννήσου από την 9η Μεραρχία. Τον Φεβρουάριο του 1949 δόθηκε αμνηστία στους αντάρτες που θα παραδίδονταν στο στρατό. Αυτός δεν παραδόθηκε όπως έκανε ο ξάδερφος του Θοδωράκης και μαθεύτηκε πως πέθανε κάπου στο Μέναλον από κρυοπαγήματα. Εκείνη τη χρονιά είχε ρίξει πάρα μα πάρα πολύ χιόνι, να φανταστείτε είχε βγει και σλόγκαν που έλεγε ότι τους αντάρτες της Πελοποννήσου τους έφαγε ο πάγος και ο Παπάγος που ήταν Αρχιστράτηγος και είχε δώσει την εντολή της εκκαθάρισης.
άδειες που εξέδιδαν οι ίδιοι. Ο αποκλεισμός μας εδημιούργησε προβλήματα. Εκείνο που μας έλειψε πέραν των άλλων αγαθών ήταν το αλάτι. Ο πατέρας μου με δύο άλλες κοπέλες, τη Γιώτα του Γιώργη του Κόλλια και τη Γιώτα του Θανάση Σακελλαρόπουλου (Τσαμένου) αποφασίζουν να πάνε στο Λεβίδι που ήταν στρατός για αλάτι. Εφοδιάζονται τις άδειες από τους αντάρτες για να περάσουν τα μπλόκα τους και τις πολιτικές τους ταυτότητες για να μπουν στο Λεβίδι. Φεύγοντας τις πολιτικές τους ταυτότητες οι κοπέλες τις έκρυψαν στο στηθόδεσμο τους και μόλις πέρασαν τους αντάρτες στη θέση τους βάλανε τις άδειες των ανταρτών. Κάνανε δυό μέρες να πάνε και να γυρίσουν, τη Μάνα μου την έπιασε αγωνία γιαυτό με παίρνει και βγαίνουμε έξω να πάμε προς το αλώνι της βρύσης μήπως και ακούσουμε ποδοβολητό μουλαριών για να ησυχάσει. Δεν προφθάσαμε να βγούμε στο φούρνο του Αρφάνη και τι βλέπουμε, ένα τσούρμο παιδιά συνοδευόμενα από αντάρτες να ανεβαίνουν το δρόμο από το σπίτι του Καψάλη προς τη Ράχη. Εκείνο το βράδυ είχε ένα φεγγάρι που έβλεπες και τη βελόνα. Ζαρώσαμε στο φράχτη του κήπου μας μέχρι που πέρασε και ο τελευταίος και τότε γυρίσαμε στο σπίτι από το φόβο μας. Η μάνα μου κάνοντας το σταυρό της είπε που τα πάνε αυτά τα παιδιά οι αθεόφοβοι. Εγώ τότε ήμουν 13ων ετών και ο αδερφός μου 14ων και αυτά που πέρασαν δεν ήταν μεγαλύτερα, έτσι από τότε και ύστερα κρυβόμαστε όταν ακούγαμε ότι έρχονται αντάρτες στο χωριό και καλά κάναμε γιατί μάθαμε αργότερα πως μας είχαν και εμάς στη λίστα μαζί με άλλα παιδιά του χωριού.
Ποιανού Έλληνα η καρδιά δεν θα φτερούγιζε και δεν θα γέμιζε από πατριωτική έξαρση στο άκουσμα της αντίστασης κατά του Γερμανού κατακτητή, που χωρίς καμιά αιτία ήρθε να υποδουλώσει τη χώρα εκείνη που δίδαξε σε ολόκληρο τον κόσμο, και στού ιδίους, τα ιδανικά της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας. Έτσι σφετερίσθηκαν τον πατριωτισμό των απλών ανθρώπων και ιδιαίτερα των νέων και τους ενέπλεξαν στο ΕΑΜ για αντίσταση κατά του κατακτητή αλλά και με απώτερο σκοπό και στόχο την ανάληψη της εξουσίας μετά την απελευθέρωση της Πατρίδας από τους κατακτητές. Τούτο από ένα μέρος ήταν φυσικό ,γιατί στην Ελλάδα πριν τον πόλεμο υπήρχε η Δικτατορία του Μεταξά από την οποία είχαν δεινοπαθήσει οι κομουνιστές και τους εδίδετο τώρα η ευκαιρία να εφαρμόσουν την ιδεολογία τους. Γιαυτόν ακριβώς τον λόγο δραστηριοποιήθηκαν έγκαιρα και πρόλαβαν τις άλλες αντιστασιακές ομάδες των άλλων πολιτικών χώρων , που άργησαν να δραστηριοποιηθούν , με αποτέλεσμα άλλες μεν να αυτοδιαλυθούν και άλλες να τις διαλύσει το ΕΑΜ.
Στην Επαρχία Καλαβρύτων, κατά τον Περικλή Ροδαλή, συγγραφέα του βιβλίου ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 1941-1944 και στη σελ.29 γράφει.
" Στην επαρχία Καλαβρύτων υπήρχαν κάποιοι αδρανείς τότε πυρήνες του ΚΚΕ, που είχαν παραλύσει στα χρόνια της Δικτατορίας του Μεταξά. Ο πιο σημαντικός τέτοιος αδρανής πυρήνας ήταν στα Άνω Σουδενά( Άνω Λουσοί), πατρίδα του γιατρού Γιώργη Ανδριόπουλου, ενός από τα πολύ δυναμικά στελέχη του ΚΚΕ, που τον εκτέλεσαν οι Μπουραντάδες στο Γουδί στις 27|11|1943. Παλιοί κομουνιστές υπήρχαν και σε άλλα χωριά και ιδιαίτερα στα Μαζέικα(Κλειτορία). Εκεί ήρθε αμέσως μετά το τέλος του Αλβανικού Πολέμου ο καθηγητής φιλολογίας Αλέκος (Αλέξανδρος) Βουτσάνης από τα δραστήρια στελέχη του ΚΚΕ στο φοιτητικό χώρο. Τα Μαζέικα είχαν τότε το πιο δυναμικό Γυμνάσιο στην επαρχία το οποίο επηρέασε θετικά ο Αλέκος Βουρτσάνης."
Από αυτή την ομολογία προκύπτει ότι η σύσταση του ΕΑΜ έγινε από πυρήνες του ΚΚΕ. Ο απώτερος σκοπός του ΕΑΜ και κατ' επέκταση του ΚΚΕ, προκύπτει και από την πρώτη σύσκεψη που έκαναν στη σπηλιά στα Καστριά ,για τη συγκρότηση της πρώτης επαρχιακής επιτροπής στην επαρχία Καλαβρύτων. Στη σελ.44 ο ίδιος Ροδάκης γράφει.
"Στη σύσκεψη αυτή εκφράζεται και η πρώτη διαφωνία για το σκοπό της οργάνωσης. Ο Κ.Καραχάλιος, με βάση τις εντολές που πήρε από την Πάτρα, έκανε πολιτικές οργανώσεις και μάλιστα του ΕΑΜ.Ο Αλέκος Βουρτσάνης μιλούσε σαν ΚΚΕ. Είπε μάλιστα το εξής χαρακτηριστικό, όπως θυμάται ο Κ .Καραχάλιος "δεν είναι καιρός για αδράνεια αλλά για επανάσταση". Ο Καραχάλιος ξαφνιάστηκε. Τους είπε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τότε. Και συγκεκριμένα τους επέμεινε , ότι οι Ιταλοί έχουν δημιουργήσει δίκτυο συνεργατών που τους ενημερώνει για όλα. Σε κάθε χωριό οι Ιταλοί είχαν πιάσει κάποιον που τους έδινε πληροφορίες. Κατά συνέπεια οποιαδήποτε κίνησή μας θα έφτανε στους Ιταλούς. Και ο Αλέξανδρος Βουρτσάνης του απάντησε . "Άκουσε σύντροφε, τώρα οι χωρικοί πηγαίνουν στους Ιταλούς γιατί αυτοί είναι ισχυροί. Αν βγάλουμε ομάδα και χτυπήσει τους προδότες , αν
κρεμάσει το Σέρβο (ήταν διερμηνέας των Ιταλών στα Μαζέικα και κρατούσε τις επαφές με τους πληροφοριοδότες των χωριών), τότε οι χωρικοί δεν θα πηγαίνουν πληροφορίες στους Ιταλούς, αλλά θα έρχονται σε μας."
Ο Αλέξανδρος απαιτούσε να οργανωθεί και να βγει στο βουνό αντάρτικο. Να σημειωθεί ότι είχε φθάσει η φήμη για την έξοδο του Άρη Βελουχιώτη στη Ρούμελη. Ο Καραχάλιος επέμεινε στη γραμμή πού είχε πάρει από την Πάτρα, να δημιουργήσει πολιτικές οργανώσεις που θα στήριζαν μελλοντικά μια επαναστατική οργάνωση και τελικά επέβαλλε και στους άλλους τις απόψεις του".
No comments:
Post a Comment