Φεύγοντας οι Γερμανοί και τελειώνοντας τα Δεκεμβριανά αποκαταστάθηκε η ηρεμία παντού. Τα σχολεία άνοιξαν και όλα τα παιδιά γύρισαν στα θρανία τους. Στο σχολείο του χωριού μου τότε πήγαιναν πάνω από σαράντα παιδιά. Δάσκαλος ξαναγύρισε ο ίδιος που ήταν πριν από τον πόλεμο, δηλαδή ο νουνός μου Κων. Βουρλής από του Φίλια. Ήρθε η ΟΥΝΤΡΑ. Μας δώσανε ρούχα και τρόφιμα, στο σχολείο κάθε μέρα φτιάχναμε γάλα, το γάλα ήταν σε σκόνη. Μας έδιναν και καραμέλες και φαγητά σε κονσέρβες. Τη διανομή του ρουχισμού την είχαν αναλάβει οι μεγάλες κεφαλές του χωριού. Η διανομή ήταν άνιση. Οι συγγενείς των μελών της επιτροπής έπαιρναν τη μερίδα του λέοντος. Για τον καθένα της επιτροπής είχαν κι ένα παρατσούκλι. Παράλληλα με την ΟΥΝΤΡΑ άνοιξε και η Αμερική. Χαράς ευαγγέλια όσοι είχαν δικούς τους ανθρώπους στο Αμέρικα, όπως χαρακτηριστικά αποκαλούσαν την Αμερική τότε. Τα δολάρια και τα δέματα με ρουχισμό άρχισαν να έρχονται σαν βροχή.
Για να πάει στη Πάτρα, πήγε μέχρι τα Καλάβρυτα με κάποιο φορτηγό και από κει με το τρένο. Παίρνοντας το μουλάρι δεν του είχαν απομείνει χρήματα για να το φέρει με το τρένο μέχρι τα Καλάβρυτα και από κει μέχρι το χωριό είτε με κανένα φορτηγό είτε με τα πόδια, γι` αυτό αποφάσισε να το φέρει από την Πάτρα με τα πόδια. Πήρε λοιπόν την δημοσιά και προχωρούσε. Το μουλάρι δεν ήταν στρωμένο και δεν δεχότανε να το καβαλικέψει, έτσι το έφερνε τραβώντας ποδαράτο. Μαθημένο αυτό από τα αυτοκίνητα ακολουθούσε την κατεύθυνση των αυτοκινήτων. Όταν λοιπόν το αυτοκίνητο πήγαινε προς την κατεύθυνση που πήγαινε ο πατέρας μου το μουλάρι ακολουθούσε μια χαρά, αν όμως το αυτοκίνητο πήγαινε αντίθετα το μουλάρι γύρναγε πίσω και εκεί ήταν το δράμα. Για να αποφύγω το πισωγύρισμα του μουλαριού, μας έλεγε, όταν έβλεπα από μακριά να έρχεται αυτοκίνητο έβγαζα το σακάκι μου και το έριχνα στο κεφάλι του καλύπτοντάς του έτσι τα μάτια για να μην βλέπει. Η ταλαιπωρία του ήταν τόσο μεγάλη που είχε κάνει και κάποιο τάμα στον άγιο Δημήτριο του Χωριού. Το τάμα του που δεν το πραγματοποίησε και που το εξομολογήθηκε στον γιο του και αδερφό μου Παπά λίγο πριν πεθάνει ήταν " Να γυρίσει τρία χωριά ζητιανεύοντας και το προϊόν να το δώσει στην εκκλησία". Μετά το θάνατό του και σε συζήτησή μας με τον αδερφό μου, μου αποκάλυψε την εξομολόγηση και αποφασίσαμε να δώσουμε κάποιο ποσό για να ησυχάσουμε την ψυχούλα του. Τούτο και έγινε.
- Γεια σου ρε πατριώτη, βλέπω πως πήρες μουλάρι τεφαρίκι.
- Κι εσύ δεν πας πίσω και το δικό σου φαίνεται καλό και δυνατό, του απαντάει ο πατέρας μου. Δεν ξέρω για σένα αλλά εμένα με έχει πάρα μα πάρα πολύ ταλαιπωρήσει με τα αυτοκίνητα που πάνε προς τα πίσω.
- Να κι άλλος ταλαιπωρημένος κι εγώ έλεγα ότι μόνο έμένα κούρασε τόσο πολύ αυτό το μουλάρι. Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά θα περάσουν και θα τα ξεχάσουμε. Πως σε λένε?
-Γιάννη Θεοδώνη. Εσένα?
-Σφυρή και λέω να κοιμηθώ και να σηκωθώ μια ώρα νύχτα να φύγω για να μη με φάει ο ήλιος στην ανηφόρα. Άμα θες κι εσύ έλα να πάμε παρέα.
Ακούγοντας ο πατέρας μου το όνομα Σφυρής θυμήθηκε πως κάποιος με το ίδιο όνομα είχε κλέψει το ευαγγέλιο από το Μοναστήρι της Άγιας Λαύρας και ο οποίος το επανέφερε. Το ευαγγέλιο αυτό είναι δώρο της Μεγάλης Αικατερίνης της Ρωσίας. Φοβούμενος μην είναι ο ίδιος Σφυρής και του κλέψει το μουλάρι, κοιμήθηκε έξω κοντά σ` αυτό κρατώντας το μάλιστα και από το καπίστρι και τον έκοψε το κρύο όλη τη νύχτα, ενώ ο Σφυρής κοιμήθηκε μέσα στη φωτιά σαν Πασάς. Τέλος έδωσε ο θεός και το έφερε.
No comments:
Post a Comment