Μπροστά ο πατέρας μου και πίσω του τραβώντας από το καπίστρι ακολουθούσε ένα μουλαρόπουλο τριών μόλις χρόνων, με γυαλιστερό κόκκινο τρίχωμα, ψιλό ίσαμε κει πάνω, με καπούλια τετράπαχα, με αυτιά στητά και μάτια ερευνητικά, περπάτημα σταθερό και αργό έφθασε στην αυλή μας. Ήρθε το δικό μας μουλάρι, το δικό μας ζώο. Το ζώο στο χωριό είναι η ζωή της οικογένειας. Η οικογένειά μου από τότε που μας πήρανε το άλογο στην επίταξη δεν είχε δικό της ζώο, ούτε γαϊδούρι δεν κατάφερε ν` αποκτήσει ο πατέρας μου, κι έτσι ήταν αναγκασμένος να δουλεύει μεροκάματο στους συγχωριανούς του που είχαν ζώο για να του σπείρουν τα χωράφια του. Η ανέχεια αυτή του ζώου μας έκανε να πούμε το ψωμί ψωμάκι. Τώρα είπαμε δόξασει ο θεός, θα φάμε ψωμί. Κι έτσι έγινε. Ο πατέρας μου δυνατός και το μουλάρι νέο δούλεψαν σκληρά και γέμισε το σπίτι μας σιτάρι, αραποσίτι, φασόλια και ξύλα για να μην μας κόβει το κρύο το χειμώνα. Όλα τα καλά μπορεί να έχει κανείς όταν έχει δικό του μουλάρι. Μ` αυτό ξεχέρσωσε τα βαρκά του Μπαρδίκα σπέρνοντάς τα μισικά αραποσίτι, έφτιαξε τα σπίτια στα Μαζέικα κουβαλώντας άμμο από τη Βιλιβίνα, ξύλα για να καίει ο Φούρνος της Μαρίας του Μαρόλα (Δημοπούλου) και τα τζάκια των αρχοντόσπιτων των Μαζέικων.
Και τι δεν έκανε μ` αυτό το μουλάρι. Τον Αύγουστο μετά το θερισμό και το αλώνισμα του σιταριού μετέφερε σανό από τον κάμπο της Κέρτεζης στο Μοναστήρι του Μέγα Σπηλαίου και δούλευε στη σταφίδα πότε του Μπέσκου και πότε του Σταυρόπουλου στο Αίγιο. Παράλληλα μεγαλώσαμε κι εμείς και τον βοηθούσαμε όταν δεν είχαμε σχολείο. Πράγματι μ` αυτό το μουλάρι ανασάναμε. Ανάμεσα στον πατέρα μου και σ` αυτό είχε δημιουργηθεί μια σχέση αλληλοσεβασμού και εκτίμησης. Όταν το καταλάβαινε πως είχε κουραστεί, σταματούσε την όποια δουλειά κι αν έκανε, το ξεσαμάρωνε, το άφηνε να κυλιστεί στο χώμα, του έβαζε να φάει. Κι όταν αυτό ξεκουραζότανε πήγαινε κοντά του σα να του έλεγε έλα τώρα ξεκουράστηκα, να συνεχίσουμε τη δουλειά μας. Όταν πέρασαν τα χρόνια κι εμείς τα παιδιά είχαμε φύγει από το χωριό προς αναζήτηση της δικής μας τύχης, το μουλάρι μαζί με τον πατέρα μου γέρασαν και κάποια μέρα ψόφησε. Έμαθα πως έκλαψε για το χαμό του, και το πιστεύω αυτό γιατί και εμένα μου ήρθε ένας κόμπος στο λαιμό μου όταν το έμαθα. Το έθαψε στον Αϊ Νικόλα για να μην το φάνε τα σκυλιά όπως συνέβαινε με όλα τα ζώα του χωριού. Ήταν το μουλάρι μας, ο Κοκκίνης μας, η Ζωή μας.
No comments:
Post a Comment