Monday, May 14, 2007

Οι Γερμανοί στο Χωριό

Φθινόπωρο και η φύση ντυμένη στο χαλκοπράσινο χρώμα. Οι χωρικοί στις δουλειές, για το μάζεμα της σοδιάς τους. Ήταν απόγευμα με λίγα σύννεφα στον ουρανό, που ακούστηκαν πυροβολισμοί κατά τα παλιάμπελα. Η είδηση κυκλοφόρησε σαν αστραπή. έρχονται οι
Γερμανοί, νάτοι στα Σουλινάρια, αυτοί πυροβολούν. Οι άντρες που βρέθηκαν στο χωριό ή κοντά σ` αυτό τράβηξαν κατά το πλάι, μπήκαν στα δέντρα και βγήκαν στην αγία Τριάδα, πέσανε κατά την πουρνάρα, κι από κει τράβηξαν στα στανοτόπια του Καμαριού για να γλιτώσουν από τους Γερμανούς. Ο πατέρας μου ως συνήθως ήταν στον Αι-Νικόλα στο χωράφι. Έφυγα κι αυτός προς το χωριό, αλλά έως ότου να έρθει και να βγει προς την Κρίκια να μπει στο δάσος οι Γερμανοί είχαν φθάσει στη Μουζάλα, του έκαναν φραγμό πυρός οπότε αναγκάσθηκε να γυρίσει στο σπίτι. Οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό και η πρώτη τους δουλειά ήταν να συγκεντρώσουν όλους τους άντρες που βρέθηκαν σ` αυτό. Παρουσιάστηκαν πεντέξι, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας, τους ζήτησαν να βγουν και να μαζέψουν αυγά, πράγμα το οποίο και έκαναν. Στρατοπέδευσαν λοιπόν στο χωριό για τρεις ημέρες. Το μαγειρείο τους το είχαν στήσει στο σπίτι του Μάστρο-Γιώργη που ήταν πάνω από το δικό μας. Για να φάνε είχαν μαζέψει, κότες, γουρουνόπουλα, κατσίκια, και ότι άλλο βρήκαν, τα είχαν ξαπλώσει σφαγμένα σε κάτι σανίδια έτοιμα για να τα μαγειρέψουν.

Ο Πατέρας μου κλεισμένος στο σπίτι, τον έβλεπα να διακατέχεται από μια νευρικότητα και μια ανησυχία ανακατεμένη και με φοβία τόσο έντονη που έγινε αντιληπτή και σε εμάς τα παιδιά. Βλέποντάς τον να φοβάται φοβόμαστε κι εμείς. Βέβαια είχε το λόγο του να φοβάται και να έχει αυτή τη νευρικότητα, αυτή θα μας την πει αργότερα που θα φύγουν οι Γερμανοί. Φοβότανε, μας είπε, γιατί προ ολίγων ημερών οι αντάρτες τον είχαν επιφορτίσει με την ευθύνη να κρύψει κάμποσα κουταλοπίρουνά τους. Παίρνοντάς τα πήγε και τα έκρυψε σε μια πυκνή βατουλιά απέναντι από το σπίτι μας στου Αλέξη του Ζαφειρόπουλου τον κήπο, τα είχε καλά κρύψει, πλην όμως κάθε φορά που οι Γερμανοί γύριζαν στους κήπους για καμιά κότα η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από το φόβο του, αλίμονο μας αν γινόντουσαν αντιληπτά τα κουταλοπίρουνα από τους Γερμανούς. Όχι μόνον τον πατέρα μου και τους άλλους συγχωριανούς θα σκότωναν αλλά θα έκαιγαν και το χωριό, δηλαδή τέλια καταστροφή. Όταν έφευγαν έπαιρνε βαθιά αναπνοή κι έλεγε τους στράβωσε και τούτη τη φορά ο Αι-Δημήτρης. Αυτό το σκηνικό θα επαναληφθεί πολλές φορές την ημέρα.

Εμείς τα παιδιά τη βγάζαμε εκεί κοντά στα μαγειρεία τους. Μια μέρα ένας Γερμανός στρατιώτης προφανώς έκανε αστεία, γιατί εκεί που είμαστε μαζεμένοι, άρχισε να μοιράζει τα παιδιά στις γυναίκες που βρέθηκαν εκεί και στους στρατιώτες, τούτο δικό σου, το άλλο δικό
σου,. ...... κι όταν έφθασε στην ειρήνη του Αρφάνη που ήταν και η μεγαλύτερη είπε δικό μου. Τότε εμείς το βάλαμε στα πόδια, μαζί μας και η Ειρήνη. Είναι γεγονός ότι τις τρεις μέρες που κάθισαν στο χωριό δεν πείραξαν κανέναν. Η Δρόσω, Γυναίκα του Μαστρο-Γιώργη, στο σπίτι της οποίας είχαν κάνει το μαγειρείο τους μπαινόβγαινε στο σπίτι της κι ένας από τους Γερμανούς είτε ήθελε να την φοβίσει να μην ξαναπάει και να μπερδεύεται στα πόδια τους είτε ήθελε πράγματι να την κουτουπώσει, την κυνήγησε. Η Δρόσω έφθασε στο σπίτι το δικό μας και ξάπλωσε ανάμεσα σ` εμάς που είχαμε κοιμηθεί στρωματσάδα. Ο Γερμανός την ακολούθησε μέχρι το σπίτι μας, μπαίνει μέσα, πεδουκλώνεται σ` εμάς τα πιτσιρίκια, πίκολο-πίκολο, λέει, και πάει να φύγει, οπότε βλέπει την Δρόσω ανάμεσα σε μας της φωνάζει Μπουμπούσο κι έφυγε. Από τότε και ύστερα της έμεινε το Μπουμπούσο. Το τελευταίο βράδυ ήρθε στο σπίτι ένας στρατιώτης Αλσατός και ζήτησε λάμπα. Ο πατέρας μου που ήξερε λίγα Γαλλικά από την παραμονή του στη Γαλλία έξι μήνες σαν στρατιώτης έπιασε κουβέντα μαζί του, βλέποντας εμάς τους μικρούς έβγαλε από το χιτώνιο μια φωτογραφία και την έδειξε του πατέρα μου, ήταν η οικογένειά του γυναίκα και τέσσερα παιδιά, τη φίλησε και την ξανάβαλε στη θέση της, γυρίζει και του λέει πρωί πάρτη σολδάτο. Όταν άκουσε αυτό ο πατέρας μου άλλαξε μονομιάς το πρόσωπό του. Η ελπίδα ότι δεν θα μας βρει καμιά συμφορά με τα κουταλοπίρουνα των ανταρτών ξαναζωντάνεψε στη φοβισμένη του καρδιά. Ευχαρίστησε το Γερμανό για την πληροφορία, του έδωσε τη λάμπα που ζήτησε κι έφυγε ο Γερμανός ενώ ο πατέρας μου σχεδόν πανηγύριζε. Πράγματι πριν καλά-καλά φωτίσει οι Γερμανοί είχαν φύγει από το χωριό. Οι άντρες που πρόλαβαν να φύγουν ξαναγύρισαν και άρχισε η καθημερινότητα όπως και πρώτα. Ο πατέρας έτρεξε να βγάλει από τη βατουλιά δύο σακίδια κουταλοπίρουνα, τα έδωσε στην οργάνωση κι έτσι έφυγε από πάνω του ένα μεγάλο βάρος. Τότε μάθαμε ότι και μέσα στο εξωκλήσι του Αι Γιάννη είχαν χωμένο όλο το αρχείο των ανταρτών.

Πέρα από τους λιγοστούς που μπλοκαρίστηκαν στο χωριό κατά την άφιξη των Γερμανών μάθαμε πως και άλλοι δύο άντρες, ο Γιάννης Κιούσης(Νιαούρος) και ο Αντρέας Ορφανός (Αντρούτσος) μη προφθάνοντας να φύγουν βρήκαν σαν καταφύγιο το χωνευτήρι. Αυτό είναι, μια θολωτή κρύπτη μέσα στην οποία οι χωριανοί έριχναν τα οστά των δικών τους μετά την εκταφή, και βρίσκεται κάτω ακριβώς στο προαύλιο της εκκλησίας η δε πρόσβασή της γίνεται μόνον από μία τρύπα (παράθυρο) που έχει στον κάθετο τοίχο της μάντρας προς το μέρος του πλατάνου. Έλεγε λοιπόν ο Αντρούτσος διηγούμενος την περιπέτεια του. Βρεθήκαμε προ αδιεξόδου, δεν ξέραμε τι να κάνουμε οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό, εμείς κοντά στην εκκλησία, τότε σκεφτήκαμε το χωνευτήρι, σκαρφαλώνει ο Νιαούρος στη μάντρα και μπαίνει μέσα, εγώ του δίνω λίγες πέτρες και σκαρφαλώνω κι εγώ, χτίζουμε την τρύπα από μέσα και δεν βγάζαμε ούτε ανάσα, κοιμηθήκαμε απάνω στα κοκάλα, οι Γερμανοί περνοδιάβαιναν στη βρύση κι ακούγαμε τις συνομιλίες τους. Κάποια στιγμή πιάνει τον Νιαούρο ένας βήχας που παρά λίγο να μας ακούσουν, τότε βουτάω μια κλητσινάρα κόκαλο και του λέω αν δεν σταματήσει θα του σπάσω το κεφάλι. Οι Γερμανοί πάνω στη μάντρα της εκκλησίας είχαν στήσει ένα πολυβόλο, που να φανταστούν ότι κάτω από τα πόδια τους βρισκόντουσαν κρυμμένοι άνθρωποι.

Ύστερα από τρεις περίπου μήνες και συγκεκριμένα το πρώτο δεκαήμερο του Δεκέμβρη οι Γερμανοί ξαναφάνηκαν στο χωριό και μάλιστα αυτή τη φορά έπιασαν όλο το χωριό στον ύπνο κι ας ήταν σχεδόν μεσημέρι. Μπήκαν στο χωριό από του Γυφτο-Μήτσου το σπίτι ερχόμενοι από του Φίλια, πέρασαν τη βρύση, ακολούθησαν το δρόμο πάνω από το σπίτι μας, έστριψαν στου Γιαμαρέλου, τα Καβουριναίκα, κι από κει στο χαλιά με κατεύθυνση τα Μαζέικα. Δεν πείραξαν κανέναν, δεν κοίταξαν κανέναν αλλά και ούτε άπλωσαν το χέρι τους να πάρουν σταφίδες και καρύδια που τους πρόφεραν γυναίκες έξω από το σπίτι του Καψάλη. Αργότερα οι μεγαλύτεροι εξήγησαν τη στάση τους. Είχαν έλεγαν διατεταγμένη υπηρεσία, πήγαιναν στα Καλάβρυτα για να ενωθούν με τους άλλους που ανέβηκαν από το Αίγιο για να κάνουν το μεγαλύτερο έγκλημα, τη σφαγή των Καλαβρύτων.

Η οργάνωση του χωριού έχοντας πάρει εντολή από τους αντάρτες, μάζεψε μερικούς άντρες, μεταξύ των οποίων και τον πατέρα μου και πήγαν στους πολέμους στο Παγκραταίικο στενό για να κάνουν σαμποτάζ χαλώντας το Δημόσιο δρόμο Μαζέικα - Τρίπολη. Το κομμάτι αυτό του δρόμου βρισκόταν σε μια σάρα και ήταν εύκολο να το καταστρέψουν σκάβοντάς το, ώστε να μην μπορούν να περάσου τα Γερμανικά αυτοκίνητα. Μετά το σαμποτάζ ήρθαν στο σπίτι μας, ο Ανδρέας ο Κατσής ο Ανδρέας ο Ζουρνάς μαζί με τον πατέρα μου, κάθισαν στη
φωτιά για να στεγνώσουν γιατί έριχνε χιόνι και ήπιαν μια πεντακοσάρα τσίπουρο. Το τσίπουρο αυτό ήταν τόσο δυνατό αφού όσο έμενε στο ποτήρι τους το έριχναν στη φωτιά και φούντωνε λες και ήταν οινόπνευμα. Τον πατέρα μου τον γυρόφερναν να τον γράψουν στην
οργάνωση, αλλά αυτός τους ξεγλιστρούσε προτάσσοντας εμάς τα παιδιά που ήμαστε μικρά και είχαμε την ανάγκη του.

Οι Ελασίτες περνούσαν συχνά από το χωριό και μάλιστα μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας μια φορά είχαν φέρει μαζί του κάμποσους Ιταλούς, αυτή τη φορά όχι αιχμαλώτους αλλά προστατευόμενους για να γλιτώσουν από τους Γερμανούς. Στον Αλέξη το Ζαφειρόπουλο, δεν ξέρω πως, ξέπεσε ένας Ιταλός, ο Φρατζέσκος, που ήταν δάσκαλος στο επάγγελμα. Ο Αλέξης τον είχε θεληματάρη. Τον περιποιόταν όμως κι αυτός ανταπέδιδε την περιποίηση με διάφορες δουλειές. Μετά την απελευθέρωση ο Φρατζέσκος γύρισε στην Πατρίδα του και αλληλογραφούσε με τον Αλέξη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η τελευταία φορά που πέρασαν οι Γερμανοί από το χωριό ήταν το καλοκαίρι του 1944, ήταν ακριβώς μετά το θερισμό και τούτο το θυμάμαι γιατί οι καλαμιές που είχαν απομείνει μου τρυπούσαν τα γυμνά και αδύνατα πόδια μου τρέχοντας ανάμεσα σ ` αυτές ψάχνοντας να βρούμε τρόπο και τόπο να κρυφτούμε για να μη μας θερίσουν σαν τα στα στάρια τα πολυβόλα των Γερμανών. ήμουν εννιά χρόνων εκείνο το καλοκαίρι που ακούστηκε στον Αι-Νικόλα που μέναμε, να φωνάζουν αλαφιασμένοι οι χωριανοί, φύγετε να φύγουμε, έρχονται οι Γερμανοί. Ξανάφθαναν στο Μέξι, μπουκάρανε από του Μαρίνη την τρύπα, έρχονται από τα Μαζέικα. Ένα αναβρασμός, μια χλαλοή, ένας πανικός διάσπαρτος. Άκουγες φωνές μικρών παιδιών, βελάσματα προβάτων, ποδοβολητά ανθρώπων και ζώων ανακατεμένα, που σε γέμιζαν φόβο και τρόμο έστω και αν καλά-καλά δεν ήξερες τι θα πει κίνδυνος. Όλος τούτος ο αναβρασμός είχε μια κατεύθυνση προς τα παλιάμπελα κι από κει προς τον Αι Θόδωρο. Η μάνα μου έχοντας στην αγκαλιά της την τετράχρονη αδερφή μου την Αρετή, και εμάς από κοντά της ακολουθούσε τους άλλους συγχωριανούς μας, που σαν μπουλούκι από σκόρπια γιδοπρόβατα τρέχαμε να κρυφτούμε. Που όμως; Οι Γερμανοί ακούστηκαν από τους πυροβολισμούς τους, που έβλεπαν όπως φαίνεται τον κοσμάκη να τρέχει, αλλά δεν χτυπούσαν στο ψαχνό που λένε, αλλά πυροβολούσαν είτε για εκφοβισμό είτε για να το γλεντήσουν το θέαμα. Οι άντρες, κι ο πατέρας μου μαζί θα πέσουν στον Αι Θόδωρο και θα φθάσουν όπως θα μας πει ύστερα από τρεις μέρες που γύρισε μέχρι τα Μαγούλιανα, πηγαίνοντας μπροστά αυτοί και πίσω τους οι Γερμανοί.

Εμείς τα γυναικόπαιδα με τους γέροντες, μη μπορώντας να ακολουθήσουμε τους άντρες έπρεπε ή να μείνουμε να μας πιάσουν οι Γερμανοί ή να βρούμε τόπο και τρόπο να κρυφτούμε. Κρυφτήκαμε λοιπόν δίπλα από τα δέντρα του Μητσρόγιαννη στην Κιάφα και πιο κάτω από το περιβόλι του Θέμου του Ζαφειρόπουλου σένα ρέμα. Το ρέμα αυτό ήταν ανάμεσα σε θάμνους από ρουπάκια που το καταστούσαν αθέατο. Το άνοιγμα του στο επάνω μέρος, δηλαδή στην επιφάνεια, ήταν περίπου δύο μέτρα και κάτω στην κοίτη του σχημάτιζε τέτοιο κοίλωμα που θα μπορούσε να κρύψει ολόκληρο χωριό. Μέσα σ` αυτό το ρέμα στριμωχτήκαμε όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες, και περιμέναμε να περάσει η μπόρα που ερχότανε από τους πυροβολισμούς των Γερμανών. Όλο και πλησιάζανε οι πυροβολισμοί κι εμείς όλο και σφίγγαμε την καρδιά μας για να μην σπάσει από το φόβο. Οι Γερμανοί έφθασαν κοντά μας, πέρασαν σχεδόν δίπλα μας, ακούγαμε το ποδοβολητό τους, ακολουθούσαν το μονοπάτι που ήταν παράλληλα με το ρέμα και έβγαινε στο καταράχι κι από κει κατέβαινε στον Αι Θόδωρο.
Εκείνη τη δύσκολη στιγμή που περνούσαν δίπλα μας όλα τα μωρά κοιμόντουσαν λες και οι μανάδες τους τα είχαν ποτίσει αφιόνι. Βοήθησε ο Θεός και δεν έκλαψε κανένα. Φανταστείτε να έκλεγε κάποιο, να το άκουγαν οι Γερμανοί, και να μας βγάζουν από το ρέμα σαν τα ποντίκια; Αν και από τα επακόλουθα γεγονότα προκύπτει ότι σ` αυτή την εκκαθαριστική επιχείρηση, αν τη χαρακτηρίσω έτσι, οι Γερμανοί δεν είχαν προφανώς σκοπό να καταδιώξουν ούτε τους αντάρτες, ούτε τους πολίτες των χωριών από τα οποία περνούσαν, αλλά να συγκεντρωθούν στην Τρίπολη γιατί ήταν η απαρχή της συμπτύξεώς τους και της αποχωρήσεώς τους από την Πελοπόννησο και στη συνέχεια από την Ελλάδα σύμφωνα με εντολή του Χίτλερ. Ήταν η χαραυγή της απελευθερώσεως, αφού τον Οκτώβριο εγκαταλείπουν την Πελοπόννησο ανατινάζοντας τον ισθμό της Κορίνθου και σε ένα μήνα έχουν φύγει από ολόκληρη την Ελλάδα.


Στη Μέση Ανατολή σχηματίζεται η πρώτη Ελληνική Κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και έρχεται στην Ελλάδα να διαπραγματευτεί τον αφοπλισμό και τη διάλυση των διαφόρων ανταρτικών ομάδων. Γίνεται η συνθήκη της Βάρκιζας και συγκροτείται το μεγαλύτερο συλλαλητήριο των Αθηνών στην πλατεία Συντάγματος, Ο Παπανδρέου μιλάει στο συγκεντρωμένο πλήθος από τον εξώστη του Ξενοδοχείου Μ. Βρετανίας και λέει εκείνη την παροιμιώδη φράση στο αλαλάζων πλήθος για λαοκρατία. "ΛΑΟΚΡΑΤΙΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΝΟΜΟΣ". Ακολουθούν τα Δεκεμβριανά. Στου Μακρυγιάννη σκοτώνεται ο συμπατριώτης Ενωμοτάρχης Σπύλιος Σταθακόπουλος, αδερφός του Θεόδωρου Σταθακόπουλου (Σούσουρα). Στο χωριό μας όπως έχω και αλλού γράψει δεν υπήρχαν κομουνιστές, τα δύο παλαιά κόμματα, Βενιζελικοί και Λαϊκοί μοιράζονταν τους ψήφους, υπερτερούσαν όμως οι του Λαϊκού κόμματος. Στο Δημοψήφισμα που έγινε για την επαναφορά ή μη του Βασιλέως θυμάμαι μια ισχυρή ομάδα ψηφοφόρων από το χωριό που ξεκίνησε από το προαύλιο της εκκλησίας συνταγμένη με προπορευόμενη τη γαλανόλευκη να πάνε στου Φίλια για να ψηφίσουν επειδή εκεί ήταν το εκλογικό κέντρο. Έχει ήδη πεθάνει ο Μεταξάς και την Πρωταπριλιά πεθαίνει και ο Βασιλιάς Γεώργιος και αναλαμβάνει ο Παύλος με τη Φρειδερίκη. Η αναγγελία του θανάτου του θεωρήθηκε πρωταπριλιάτικο ψέμα, μα ήταν αληθινό, είμαστε στο σχολείο όταν έφθασε η είδηση.

No comments: