Monday, May 14, 2007
Το δεύτερο αντάρτικο
Μια μέρα πρωί θυμάμαι , φθάνει στο χωριό συνοδευόμενος και με άλλους συναγωνιστές του και παίρνει, τον πρώτο του ξάδερφο Γιάννη Σταθακόπουλο (Καρυπόγιαννη), τον Βασίλη τον Κιούση, τον Κώστα τον Δημήτρουλα(Καγιά), τον Κώστα Κιούση (Κοκκοράκη) και τον Γιώργη τον Μπετστουκλή(Μπουρούτη). Τα παιδιά ακολούθησαν τους αντάρτες χωρίς την θέλησή τους. Τα ακόλουθα μου τα εδιηγήθει ο Γιώργης ο Μπερστουκλής. Τους ανέβασαν στο Χελμό και τους είχαν υπό επιτήρηση. Φυσικό ήταν να προσπαθήσουν να δραπετεύσουν. Συνεννοήθηκαν λοιπόν οι τέσσερις αφήνοντας έξω της συνεννόησης τον Γιάννη Σταθακόπουλο (Καρύπη) και τούτο το έκαναν από φόβο μήπως και τους μαρτυρήσει στον Ξάδερφό του το Θοδωράκη Κουλούκη (Λαρή) και χάσουν όχι μόνον ότι σχεδίαζαν αλλά και την ζωή τους ενδεχομένως ακόμα. Ο Γιάννης ήταν ένα παιδί απονήρευτο και κατά κάποιον τρόπο χαμηλού δείκτη νοημοσύνης. Αφού ακολουθούσαν τους αντάρτες κανα δυό μήνες χωρίς να δώσουν καμιά υπόνοια για δραπέτευση και αφού διαπίστωσαν κάποια χαλάρωση της επιτήρησης το σκάνε και έρχονται και κρύβονται σε μια σπηλιά στου Καμαριού το μέρος με απόλυτη μυστικότητα και χωρίς να τους δει μάτι ανθρώπου. Πεινασμένοι, άπλυτοι και χωρίς ρούχα να αλλάξουν έπρεπε να έρθουν σε επαφή με κάποιον που να χρησιμοποιηθεί σαν σύνδεσμος με τους δικούς τους, αλλά και αυτό ήταν παράτολμο, γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι οι αντάρτες θα έρχονταν στο χωριό και θα συλλάμβαναν τους δικούς τους θα τους ανέκριναν, θα τους απειλούσαν για τη ζωή τους και για τα σπίτια τους, οπότε ήταν ενδεχόμενο κάποιος να σπάσει και να αποκαλυφθούν. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο τότε όλα ήταν χαμένα. Παίρνουν το ρίσκο λοιπόν να ανέβει στο Χωριό ο Κώστας ο Δημήτρουλας (Καγιάς). Τη νύχτα και με πολλές προφυλάξεις φθάνει στο Χωριό και δεν πάει στο σπίτι του πατέρα του αλλά στο σπίτι της θειας του της Κουφογιαννιάς αδερφής του πατέρα του. Μόλις τον αντίκρισαν τα έχασαν, έμειναν αποσβολωμένοι. Με την κουβέντα και την εξιστόρηση των γεγονότων πέρασε η νύχτα και άρχισε να φωτάει η ημέρα που επρόκειτο να φύγει, έτσι ανέβηκε στο ταβάνι του σπιτιού κι εκεί την πέρασε μέχρι το βράδυ. Παράλληλα ειδοποιηθεί ο πατέρας του να φέρει ψωμί, ρούχα και ότι άλλο είχε όχι μόνο για τον Κώστα αλλά και για τους άλλου τρεις, χωρίς να του πουν ούτε που βρίσκονται ούτε τι σκέπτονται να κάνουν. Το βράδυ με τον ίδιο τρόπο που ήρθε έφυγε φορτωμένος με φαΐ και ρούχα. Οι άλλοι κρυμμένοι στη σπηλιά ,γεμάτοι αγωνία για την καθυστέρησή του, γιατί το σχέδιο ήταν να γυρίσει το ίδιο βράδυ στην κρυψώνα τους περίμεναν. Μόλις ήρθε και τους είπε τα καθέκαστα ησύχασαν. Τον σύνδεσμο για την τροφοδοσία τους ανέλαβε ο Πανάγος ο Παππασημακόπουλος ( Παμάς) που διατηρούσε στανοτόπια με γιδοπρόβατα στην περιοχή του καμαριού που κρύβονταν τα παιδιά και δεν ήταν δυνατόν να τον υποψιαστούν ούτε οι αντάρτες αλλά ούτε και οι συγχωριανοί. Στη σπηλιά κάθισαν περίπου μια βδομάδα και ύστερα με χίλιες δύο προφυλάξεις και πάντα νύχτα φύγανε για τα Καλάβρυτα που είχε τακτικό στρατό και εντάχθηκαν στους ανταρτόπληκτους. Στη βδομάδα όμως που κρυβόντουσαν στη σπηλιά έφθασαν στο χωριό οι αντάρτες και τους ζητούσαν από τους δικούς τους. Μάλιστα απειλούσαν να κάψουν το σπίτι του Καγιά, θυμάμαι είχαν βγάλει έξω κάτι μπαούλα με ρουχισμό και τρόφιμα, αφού πείστηκαν ότι δεν γνώριζαν τίποτα για το που βρίσκονται, έφυγαν χωρίς να κάνουν κακό σε κανέναν. Ο Γιάννης Σταθακόπουλος (Καρύπης) που δεν συμμετείχε στην απόδραση, ακολούθησε τους αντάρτες μέχρι την εκκαθάριση της Πελοποννήσου από την 9η Μεραρχία. Τον Φεβρουάριο του 1949 δόθηκε αμνηστία στους αντάρτες που θα παραδίδονταν στο στρατό. Αυτός δεν παραδόθηκε όπως έκανε ο ξάδερφος του Θοδωράκης και μαθεύτηκε πως πέθανε κάπου στο Μέναλον από κρυοπαγήματα. Εκείνη τη χρονιά είχε ρίξει πάρα μα πάρα πολύ χιόνι, να φανταστείτε είχε βγει και σλόγκαν που έλεγε ότι τους αντάρτες της Πελοποννήσου τους έφαγε ο πάγος και ο Παπάγος που ήταν Αρχιστράτηγος και είχε δώσει την εντολή της εκκαθάρισης.
άδειες που εξέδιδαν οι ίδιοι. Ο αποκλεισμός μας εδημιούργησε προβλήματα. Εκείνο που μας έλειψε πέραν των άλλων αγαθών ήταν το αλάτι. Ο πατέρας μου με δύο άλλες κοπέλες, τη Γιώτα του Γιώργη του Κόλλια και τη Γιώτα του Θανάση Σακελλαρόπουλου (Τσαμένου) αποφασίζουν να πάνε στο Λεβίδι που ήταν στρατός για αλάτι. Εφοδιάζονται τις άδειες από τους αντάρτες για να περάσουν τα μπλόκα τους και τις πολιτικές τους ταυτότητες για να μπουν στο Λεβίδι. Φεύγοντας τις πολιτικές τους ταυτότητες οι κοπέλες τις έκρυψαν στο στηθόδεσμο τους και μόλις πέρασαν τους αντάρτες στη θέση τους βάλανε τις άδειες των ανταρτών. Κάνανε δυό μέρες να πάνε και να γυρίσουν, τη Μάνα μου την έπιασε αγωνία γιαυτό με παίρνει και βγαίνουμε έξω να πάμε προς το αλώνι της βρύσης μήπως και ακούσουμε ποδοβολητό μουλαριών για να ησυχάσει. Δεν προφθάσαμε να βγούμε στο φούρνο του Αρφάνη και τι βλέπουμε, ένα τσούρμο παιδιά συνοδευόμενα από αντάρτες να ανεβαίνουν το δρόμο από το σπίτι του Καψάλη προς τη Ράχη. Εκείνο το βράδυ είχε ένα φεγγάρι που έβλεπες και τη βελόνα. Ζαρώσαμε στο φράχτη του κήπου μας μέχρι που πέρασε και ο τελευταίος και τότε γυρίσαμε στο σπίτι από το φόβο μας. Η μάνα μου κάνοντας το σταυρό της είπε που τα πάνε αυτά τα παιδιά οι αθεόφοβοι. Εγώ τότε ήμουν 13ων ετών και ο αδερφός μου 14ων και αυτά που πέρασαν δεν ήταν μεγαλύτερα, έτσι από τότε και ύστερα κρυβόμαστε όταν ακούγαμε ότι έρχονται αντάρτες στο χωριό και καλά κάναμε γιατί μάθαμε αργότερα πως μας είχαν και εμάς στη λίστα μαζί με άλλα παιδιά του χωριού.
Ποιανού Έλληνα η καρδιά δεν θα φτερούγιζε και δεν θα γέμιζε από πατριωτική έξαρση στο άκουσμα της αντίστασης κατά του Γερμανού κατακτητή, που χωρίς καμιά αιτία ήρθε να υποδουλώσει τη χώρα εκείνη που δίδαξε σε ολόκληρο τον κόσμο, και στού ιδίους, τα ιδανικά της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας. Έτσι σφετερίσθηκαν τον πατριωτισμό των απλών ανθρώπων και ιδιαίτερα των νέων και τους ενέπλεξαν στο ΕΑΜ για αντίσταση κατά του κατακτητή αλλά και με απώτερο σκοπό και στόχο την ανάληψη της εξουσίας μετά την απελευθέρωση της Πατρίδας από τους κατακτητές. Τούτο από ένα μέρος ήταν φυσικό ,γιατί στην Ελλάδα πριν τον πόλεμο υπήρχε η Δικτατορία του Μεταξά από την οποία είχαν δεινοπαθήσει οι κομουνιστές και τους εδίδετο τώρα η ευκαιρία να εφαρμόσουν την ιδεολογία τους. Γιαυτόν ακριβώς τον λόγο δραστηριοποιήθηκαν έγκαιρα και πρόλαβαν τις άλλες αντιστασιακές ομάδες των άλλων πολιτικών χώρων , που άργησαν να δραστηριοποιηθούν , με αποτέλεσμα άλλες μεν να αυτοδιαλυθούν και άλλες να τις διαλύσει το ΕΑΜ.
Στην Επαρχία Καλαβρύτων, κατά τον Περικλή Ροδαλή, συγγραφέα του βιβλίου ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 1941-1944 και στη σελ.29 γράφει.
" Στην επαρχία Καλαβρύτων υπήρχαν κάποιοι αδρανείς τότε πυρήνες του ΚΚΕ, που είχαν παραλύσει στα χρόνια της Δικτατορίας του Μεταξά. Ο πιο σημαντικός τέτοιος αδρανής πυρήνας ήταν στα Άνω Σουδενά( Άνω Λουσοί), πατρίδα του γιατρού Γιώργη Ανδριόπουλου, ενός από τα πολύ δυναμικά στελέχη του ΚΚΕ, που τον εκτέλεσαν οι Μπουραντάδες στο Γουδί στις 27|11|1943. Παλιοί κομουνιστές υπήρχαν και σε άλλα χωριά και ιδιαίτερα στα Μαζέικα(Κλειτορία). Εκεί ήρθε αμέσως μετά το τέλος του Αλβανικού Πολέμου ο καθηγητής φιλολογίας Αλέκος (Αλέξανδρος) Βουτσάνης από τα δραστήρια στελέχη του ΚΚΕ στο φοιτητικό χώρο. Τα Μαζέικα είχαν τότε το πιο δυναμικό Γυμνάσιο στην επαρχία το οποίο επηρέασε θετικά ο Αλέκος Βουρτσάνης."
Από αυτή την ομολογία προκύπτει ότι η σύσταση του ΕΑΜ έγινε από πυρήνες του ΚΚΕ. Ο απώτερος σκοπός του ΕΑΜ και κατ' επέκταση του ΚΚΕ, προκύπτει και από την πρώτη σύσκεψη που έκαναν στη σπηλιά στα Καστριά ,για τη συγκρότηση της πρώτης επαρχιακής επιτροπής στην επαρχία Καλαβρύτων. Στη σελ.44 ο ίδιος Ροδάκης γράφει.
"Στη σύσκεψη αυτή εκφράζεται και η πρώτη διαφωνία για το σκοπό της οργάνωσης. Ο Κ.Καραχάλιος, με βάση τις εντολές που πήρε από την Πάτρα, έκανε πολιτικές οργανώσεις και μάλιστα του ΕΑΜ.Ο Αλέκος Βουρτσάνης μιλούσε σαν ΚΚΕ. Είπε μάλιστα το εξής χαρακτηριστικό, όπως θυμάται ο Κ .Καραχάλιος "δεν είναι καιρός για αδράνεια αλλά για επανάσταση". Ο Καραχάλιος ξαφνιάστηκε. Τους είπε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τότε. Και συγκεκριμένα τους επέμεινε , ότι οι Ιταλοί έχουν δημιουργήσει δίκτυο συνεργατών που τους ενημερώνει για όλα. Σε κάθε χωριό οι Ιταλοί είχαν πιάσει κάποιον που τους έδινε πληροφορίες. Κατά συνέπεια οποιαδήποτε κίνησή μας θα έφτανε στους Ιταλούς. Και ο Αλέξανδρος Βουρτσάνης του απάντησε . "Άκουσε σύντροφε, τώρα οι χωρικοί πηγαίνουν στους Ιταλούς γιατί αυτοί είναι ισχυροί. Αν βγάλουμε ομάδα και χτυπήσει τους προδότες , αν
κρεμάσει το Σέρβο (ήταν διερμηνέας των Ιταλών στα Μαζέικα και κρατούσε τις επαφές με τους πληροφοριοδότες των χωριών), τότε οι χωρικοί δεν θα πηγαίνουν πληροφορίες στους Ιταλούς, αλλά θα έρχονται σε μας."
Ο Αλέξανδρος απαιτούσε να οργανωθεί και να βγει στο βουνό αντάρτικο. Να σημειωθεί ότι είχε φθάσει η φήμη για την έξοδο του Άρη Βελουχιώτη στη Ρούμελη. Ο Καραχάλιος επέμεινε στη γραμμή πού είχε πάρει από την Πάτρα, να δημιουργήσει πολιτικές οργανώσεις που θα στήριζαν μελλοντικά μια επαναστατική οργάνωση και τελικά επέβαλλε και στους άλλους τις απόψεις του".
Βιβλιαράκι της Γραμματικής
Το δεύτερο Αντάρτικο ήταν στο κορύφωμά του ( Χίλια Εννιακόσια Σαράντα Επτά). Τα Σχολεία κλεισμένα, ανταρτοκρατούμενη όλη η περιοχή. Στρατός τακτικός από καιρού εις καιρόν παρουσιαζότανε στα Μαζέικα. Στο Χωριό σπάνια ανέβαινε. Υπεύθυνος της Οργάνωσης ο Γεώργιος Αθαν. Κιούσης (Κοκοράκης). Το Σχολείο στη διάθεση της Οργάνωσης, ανοιχτό σχεδόν Μέρα Νύχτα. Εμείς τα παιδιά παίζαμε μιμούμενοι του μεγάλους. Μέσα στο Σχολείο τα βιβλία του Δάσκαλου σκορπισμένα εδώ κι εκεί, ποιος ενδιαφερότανε για δαύτα. Δεν ξέρω πως βρέθηκε στα χέρια μου , ένα βιβλιαράκι σε σχήμα τετραδίου με λίγα φύλλα, γύρω στα πενήντα, που είχε όλους τους κανόνες της γραμματικής. Μου φάνηκε πολύ χρήσιμο, γι` αυτό το μάζεψα το κράτησα στο σπίτι μας και το διάβαζα όταν και όποτε το θυμόμουν, γιατί που μυαλό τότε για διάβασμα. Το Φεβρουάριο του 1949 η Ενάτη Μεραρχία κάνει την εκκαθάριση της Πελοποννήσου και τα σχολεία άνοιξαν. Ήμουν για ένα Μήνα περίπου μαθητής της έκτης τάξης όταν ξαναχτύπησε η καμπάνα του σχολείου κι εμείς καμιά σαρανταριά παιδία το γεμίσαμε με τις φωνές μας και τα παιχνίδια μας . Ο Δάσκαλος συμμάζεψε τα ασυμμάζευτα , έβαλε κάποια τάξη και άρχισε το κανονικό μάθημα, πρωί και απόγευμα για να διδάξει την ύλη τουλάχιστον της σχολικής χρονιάς 1948-1949. Όλα τα παιδιά πηγαίναμε με το ταγάρι μας ειδικά υφασμένο στον αργαλειό από τις Μανάδες μας και ραμμένο έτσι ώστε να παίρνει τα βιβλία και τα τετράδια όρθια ,με ένα σχοινί και αυτό πλεγμένο από το ίδιο νήμα για να το περνάμε χιαστί στον ώμο μας. Μέσα σ` αυτό το ταγάρι-σάκα και με τα λιγοστά βιβλία και τετράδια μου πήρε τη θέση του και το βιβλίο που είχα μαζέψει από το σχολείο και ανήκε στη σχολική βιβλιοθήκη. Προνοητικός ,μεθοδικός ο Δάσκαλος δεν ξέρω είχε βάλει ανάμεσα στις σελίδες του τη σφραγίδα ( Δημοτικό Σχολείο Λευκασίου). Το μάθημα γινότανε κατά τάξεις. Όλα τα παιδιά μαζί στο σχολείο από την πρώτη μέχρι και την έκτη τάξη, αλλά όταν έκανε μάθημα με την πέμπτη και έκτη στις υπόλοιπες τάξεις έδινε εργασία για να μην τον απασχολούν, αυτός δεν καθότανε ποτέ στην έδρα αλλά περνοδιάβαινε στους διαδρόμους των θρανίων διόρθωνε αυτούς που έκαναν εργασία και παρέδιδε στους άλλους ή τους εξέταζε. Μία μέρα που έκανε μάθημα στην τρίτη και τετάρτη ,της πέμπτης και της έκτης δηλαδή εμάς μας είχε βάλλει να γράψουμε έκθεση. Εγώ γράφοντας την έκθεσή μου και επειδή ήμουνα αδύνατος στην ορθογραφία, θυμήθηκα το βιβλιαράκι, το έβγαλα από το ταγάρι μου το ακούμπησα στο θρανίο και το συμβουλευόμουνα στην ορθή γραφή των λέξεων. Ο Δάσκαλος περνώντας από δίπλα μου βλέπει το βιβλιαράκι, το πιάνει στα χέρια του ,το ανοίγει το φυλλομετράει και ανεβαίνει στην έδρα. Διακόπτει το μάθημα και λέει σε όλους τους μαθητές να τον προσέξουν και αρχίζει να μιλά για το σχολείο που έκλεισε λόγω του αντάρτικου, λέει για το ότι έγινε γραφείο της οργάνωσης, ότι πετάχτηκαν, σκίστηκαν, κάηκαν ή εκλάπησαν όλα σχεδόν τα βιβλία της σχολικής βιβλιοθήκης. Δεν παρέλειψε να αποδώσει και μέρος της ευθύνης για αυτή την καταστροφή και σε εμάς τους λεγόμενους μεγάλους. Εγώ όση ώρα μιλούσε ήμουν σαν χαμένος , η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από τους παλμούς που είχε, δεν τέλειωνε το λόγο του λες και το έκανε επίτηδες να με βασανίζει σαδιστικά , είχα κοκκινίσει και μου φαινότανε πως από στιγμή σε στιγμή θα άνοιγε η Γης να με καταπιεί, τέλος ζήτησε από όλες τις τάξεις να πουν πως χαρακτηρίζονται εκείνοι που αρπάζουν πράγματα που δεν τους ανήκουν και όλο το σχολείο φώναξε κλέφτες. Τότε μου λέει να σηκωθώ όρθιος και δείχνοντάς με, με το δείχτη του χεριού του είπε Ιδού ο κλέφτης, πήρε αυτό το βιβλίο από τη σχολική βιβλιοθήκη και το είχε στο ταγάρι του. Εκείνη τη στιγμή δεν θυμάμαι αν ζούσα ή είχα πεθάνει από την ντροπή. Έχουν περάσει από τότε τόσα χρόνια και αυτή σκηνή δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό μου. Ίσως να μου έκανε καλό αυτή η παραδειγματική αλλά πάρα πολύ αυστηρή τιμωρία για την ηλικία μου γιατί από τότε και λεφτά να βρω δεν θα τα αγγίξω. Το βιβλιαράκι αυτό της γραμματικής που το πήρα από το σχολείο απονήρευτα και με την έφεση που είχα για μάθηση έγινε η απαρχή της μετέπειτα διαμορφώσεως του χαρακτήρα μου.
Ο Κοκκίνης μας
Μπροστά ο πατέρας μου και πίσω του τραβώντας από το καπίστρι ακολουθούσε ένα μουλαρόπουλο τριών μόλις χρόνων, με γυαλιστερό κόκκινο τρίχωμα, ψιλό ίσαμε κει πάνω, με καπούλια τετράπαχα, με αυτιά στητά και μάτια ερευνητικά, περπάτημα σταθερό και αργό έφθασε στην αυλή μας. Ήρθε το δικό μας μουλάρι, το δικό μας ζώο. Το ζώο στο χωριό είναι η ζωή της οικογένειας. Η οικογένειά μου από τότε που μας πήρανε το άλογο στην επίταξη δεν είχε δικό της ζώο, ούτε γαϊδούρι δεν κατάφερε ν` αποκτήσει ο πατέρας μου, κι έτσι ήταν αναγκασμένος να δουλεύει μεροκάματο στους συγχωριανούς του που είχαν ζώο για να του σπείρουν τα χωράφια του. Η ανέχεια αυτή του ζώου μας έκανε να πούμε το ψωμί ψωμάκι. Τώρα είπαμε δόξασει ο θεός, θα φάμε ψωμί. Κι έτσι έγινε. Ο πατέρας μου δυνατός και το μουλάρι νέο δούλεψαν σκληρά και γέμισε το σπίτι μας σιτάρι, αραποσίτι, φασόλια και ξύλα για να μην μας κόβει το κρύο το χειμώνα. Όλα τα καλά μπορεί να έχει κανείς όταν έχει δικό του μουλάρι. Μ` αυτό ξεχέρσωσε τα βαρκά του Μπαρδίκα σπέρνοντάς τα μισικά αραποσίτι, έφτιαξε τα σπίτια στα Μαζέικα κουβαλώντας άμμο από τη Βιλιβίνα, ξύλα για να καίει ο Φούρνος της Μαρίας του Μαρόλα (Δημοπούλου) και τα τζάκια των αρχοντόσπιτων των Μαζέικων.
Και τι δεν έκανε μ` αυτό το μουλάρι. Τον Αύγουστο μετά το θερισμό και το αλώνισμα του σιταριού μετέφερε σανό από τον κάμπο της Κέρτεζης στο Μοναστήρι του Μέγα Σπηλαίου και δούλευε στη σταφίδα πότε του Μπέσκου και πότε του Σταυρόπουλου στο Αίγιο. Παράλληλα μεγαλώσαμε κι εμείς και τον βοηθούσαμε όταν δεν είχαμε σχολείο. Πράγματι μ` αυτό το μουλάρι ανασάναμε. Ανάμεσα στον πατέρα μου και σ` αυτό είχε δημιουργηθεί μια σχέση αλληλοσεβασμού και εκτίμησης. Όταν το καταλάβαινε πως είχε κουραστεί, σταματούσε την όποια δουλειά κι αν έκανε, το ξεσαμάρωνε, το άφηνε να κυλιστεί στο χώμα, του έβαζε να φάει. Κι όταν αυτό ξεκουραζότανε πήγαινε κοντά του σα να του έλεγε έλα τώρα ξεκουράστηκα, να συνεχίσουμε τη δουλειά μας. Όταν πέρασαν τα χρόνια κι εμείς τα παιδιά είχαμε φύγει από το χωριό προς αναζήτηση της δικής μας τύχης, το μουλάρι μαζί με τον πατέρα μου γέρασαν και κάποια μέρα ψόφησε. Έμαθα πως έκλαψε για το χαμό του, και το πιστεύω αυτό γιατί και εμένα μου ήρθε ένας κόμπος στο λαιμό μου όταν το έμαθα. Το έθαψε στον Αϊ Νικόλα για να μην το φάνε τα σκυλιά όπως συνέβαινε με όλα τα ζώα του χωριού. Ήταν το μουλάρι μας, ο Κοκκίνης μας, η Ζωή μας.
Οι Γερμανοί στο Χωριό
Φεύγοντας οι Γερμανοί και τελειώνοντας τα Δεκεμβριανά αποκαταστάθηκε η ηρεμία παντού. Τα σχολεία άνοιξαν και όλα τα παιδιά γύρισαν στα θρανία τους. Στο σχολείο του χωριού μου τότε πήγαιναν πάνω από σαράντα παιδιά. Δάσκαλος ξαναγύρισε ο ίδιος που ήταν πριν από τον πόλεμο, δηλαδή ο νουνός μου Κων. Βουρλής από του Φίλια. Ήρθε η ΟΥΝΤΡΑ. Μας δώσανε ρούχα και τρόφιμα, στο σχολείο κάθε μέρα φτιάχναμε γάλα, το γάλα ήταν σε σκόνη. Μας έδιναν και καραμέλες και φαγητά σε κονσέρβες. Τη διανομή του ρουχισμού την είχαν αναλάβει οι μεγάλες κεφαλές του χωριού. Η διανομή ήταν άνιση. Οι συγγενείς των μελών της επιτροπής έπαιρναν τη μερίδα του λέοντος. Για τον καθένα της επιτροπής είχαν κι ένα παρατσούκλι. Παράλληλα με την ΟΥΝΤΡΑ άνοιξε και η Αμερική. Χαράς ευαγγέλια όσοι είχαν δικούς τους ανθρώπους στο Αμέρικα, όπως χαρακτηριστικά αποκαλούσαν την Αμερική τότε. Τα δολάρια και τα δέματα με ρουχισμό άρχισαν να έρχονται σαν βροχή.
Για να πάει στη Πάτρα, πήγε μέχρι τα Καλάβρυτα με κάποιο φορτηγό και από κει με το τρένο. Παίρνοντας το μουλάρι δεν του είχαν απομείνει χρήματα για να το φέρει με το τρένο μέχρι τα Καλάβρυτα και από κει μέχρι το χωριό είτε με κανένα φορτηγό είτε με τα πόδια, γι` αυτό αποφάσισε να το φέρει από την Πάτρα με τα πόδια. Πήρε λοιπόν την δημοσιά και προχωρούσε. Το μουλάρι δεν ήταν στρωμένο και δεν δεχότανε να το καβαλικέψει, έτσι το έφερνε τραβώντας ποδαράτο. Μαθημένο αυτό από τα αυτοκίνητα ακολουθούσε την κατεύθυνση των αυτοκινήτων. Όταν λοιπόν το αυτοκίνητο πήγαινε προς την κατεύθυνση που πήγαινε ο πατέρας μου το μουλάρι ακολουθούσε μια χαρά, αν όμως το αυτοκίνητο πήγαινε αντίθετα το μουλάρι γύρναγε πίσω και εκεί ήταν το δράμα. Για να αποφύγω το πισωγύρισμα του μουλαριού, μας έλεγε, όταν έβλεπα από μακριά να έρχεται αυτοκίνητο έβγαζα το σακάκι μου και το έριχνα στο κεφάλι του καλύπτοντάς του έτσι τα μάτια για να μην βλέπει. Η ταλαιπωρία του ήταν τόσο μεγάλη που είχε κάνει και κάποιο τάμα στον άγιο Δημήτριο του Χωριού. Το τάμα του που δεν το πραγματοποίησε και που το εξομολογήθηκε στον γιο του και αδερφό μου Παπά λίγο πριν πεθάνει ήταν " Να γυρίσει τρία χωριά ζητιανεύοντας και το προϊόν να το δώσει στην εκκλησία". Μετά το θάνατό του και σε συζήτησή μας με τον αδερφό μου, μου αποκάλυψε την εξομολόγηση και αποφασίσαμε να δώσουμε κάποιο ποσό για να ησυχάσουμε την ψυχούλα του. Τούτο και έγινε.
- Γεια σου ρε πατριώτη, βλέπω πως πήρες μουλάρι τεφαρίκι.
- Κι εσύ δεν πας πίσω και το δικό σου φαίνεται καλό και δυνατό, του απαντάει ο πατέρας μου. Δεν ξέρω για σένα αλλά εμένα με έχει πάρα μα πάρα πολύ ταλαιπωρήσει με τα αυτοκίνητα που πάνε προς τα πίσω.
- Να κι άλλος ταλαιπωρημένος κι εγώ έλεγα ότι μόνο έμένα κούρασε τόσο πολύ αυτό το μουλάρι. Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά θα περάσουν και θα τα ξεχάσουμε. Πως σε λένε?
-Γιάννη Θεοδώνη. Εσένα?
-Σφυρή και λέω να κοιμηθώ και να σηκωθώ μια ώρα νύχτα να φύγω για να μη με φάει ο ήλιος στην ανηφόρα. Άμα θες κι εσύ έλα να πάμε παρέα.
Ακούγοντας ο πατέρας μου το όνομα Σφυρής θυμήθηκε πως κάποιος με το ίδιο όνομα είχε κλέψει το ευαγγέλιο από το Μοναστήρι της Άγιας Λαύρας και ο οποίος το επανέφερε. Το ευαγγέλιο αυτό είναι δώρο της Μεγάλης Αικατερίνης της Ρωσίας. Φοβούμενος μην είναι ο ίδιος Σφυρής και του κλέψει το μουλάρι, κοιμήθηκε έξω κοντά σ` αυτό κρατώντας το μάλιστα και από το καπίστρι και τον έκοψε το κρύο όλη τη νύχτα, ενώ ο Σφυρής κοιμήθηκε μέσα στη φωτιά σαν Πασάς. Τέλος έδωσε ο θεός και το έφερε.
Παιδικές σκανδαλιές
Μη μου πει κανείς πως υπάρχει παιδί στον κόσμο που να μην έκανε σκανταλιές ή που να μη λαχτάρισε τους γονείς του γιατί θα πει ψέματα οπωσδήποτε. Κάθε παιδί και περισσότερο αγόρι θα κάνει τις ζαβολιές του ή τις απερισκεψίες του, έτσι και εγώ δεν μπορούσα να ξεφύγω από τον κανόνα, όταν μάλιστα ήμουν ή με θεωρούσαν ζωηρό. Απέναντι από το σπίτι μας, στου Σούφη τη βρύση, είχε κήπο ο Αλέξης ο Ζαφειρόπουλος. Σ` αυτόν τον κήπο η μάνα μου είχε φυτέψει καρμπολάχανα και μια μέρα τα πότιζε, με είχε κι εμένα μαζί της γιατί ήμουν πολύ μικρός. Το περιστατικό δεν το θυμάμαι, αλλά μου το διηγιόταν η ίδια. Στο πάνω μέρος του κήπου ήταν μια μικρή γούρνα που μάζευε νερό από τη βρύση του Σούφη. Η Μάνα μου έπαιρνε νερό με έναν κουβά από τη γούρνα και πότιζε τα λάχανα. Σε κάποια στιγμή ασχολήθηκε με κάτι άλλο και άφησε τον κουβά, εγώ ο καλός σου παίρνω τον κουβά και πάω να βγάλω νερό από τη γούρνα μιμούμενος τη Μάνα μου, γέμισε ο κουβάς και με τράβηξε μάσα στη γούρνα. Η Μάνα μου, θες από έγνοια θες από ένστικτο για το παιδί, γύρισε το κεφάλι της και με βλέπει μέσα στη γούρνα να πνίγομαι. Ω? συμφορά της φώναξε και τρέχει, με βγάζει έξω και με γυρίζει ανάποδα να βγάλω το νερό που είχα καταπιεί, έτσι τη γλίτωσα από βέβαιο πνιγμό. Τη δεύτερη λαχτάρα στους γονείς μου την έδωσα λίγο πριν τον πόλεμο, γιατί συνέβη με το άλογό μας. Το άλογο το είχε ο Πατέρας μου έξω στην πλακόστρωτη αυλή μας και του είχε ρίξει χορτάρι να φάει. Εγώ είδα κοντά, στα πίσω πόδια του αλόγου ένα μικρό σανιδάκι γύρω στους είκοσι επί δέκα πόντους το υπολογίζω τώρα, γιατί μου έκανε να φτιάξω παγίδα για πουλιά. Σκύβω και πάω σιγά-σιγά να το πάρω, πρέπει να ήμουν πολύ κοντά στα πόδια του. Το άλογο ήταν πολύ ζηλιάρικο ιδιαίτερα όταν έτρωγε δεν ήθελε κανέναν κοντά του εκτός από τον πατέρα μου, νιώθοντάς με λοιπόν πίσω του με κλώτσησε. Η οπλή του αλόγου με βρίσκει στο κεφάλι, η κλωτσιά δεν ήταν δυνατή γιατί ήμουν πολύ κοντά του, δεν μου άνοιξε πληγή αλλά μου γούβωσε το κόκαλο προς τα μέσα. Οι φωνές μου έβγαλαν τη μάνα μου έξω, κλάμα, φωνές κακό. Στο Χωριό συμπτωματικά βρέθηκε ο γιατρός Ανδριανόπουλος από τα Μαζέικα και τον φέρνουν στο σπίτι, μόλις με βλέπει κουνάει το κεφάλι του και λέει" Αν ο οργανισμός του παιδιού γυρίσει το κόκαλο προς τα έξω τη γλίτωσε αλλιώς φοβάμαι πως θα κουφοβρωμίσει και θα πεθάνει". Την επομένη ημέρα εγώ έπαιζα έξω με τα άλλα παιδιά. Πάντως έχω τα σημάδια του πετάλου στο κεφάλι μου.
Άλλη μια φορά, πρέπει να ήταν τέλος Σεπτέμβρη ή αρχές Οκτώβρη βρίσκομαι στον Αϊ Νικόλα στο χωράφι, είχα δεν είχα παπούτσια δεν θυμάμαι, πάντως ήμουν ξυπόλητος, πέρα από τις άλλες δουλειές που ενδεχομένως να έκανα έβγαλα νερό από το πηγάδι με τον κουβά και πότισα το περιβόλι μας. Κάνοντας αυτή τη δουλειά άφησα τα χνάρια μου στο βρεγμένο χώμα γύρω από το πηγάδι, χωρίς να σκεφτώ, παίρνω την απόφαση να πάω στου Μπαρδίκα για καρύδια. Λέγοντας στου Μπαρδίκα, είναι μια περιοχή τρία τέταρτα της ώρας μακριά, ιδιωτικός ποτιστικός κάμπος. Σ` αυτόν τον κάμπο ο Πατέρας μου είχε σπείρει αραποσίτι μισιακό στης χήρας Φώταινας του Μπαρδίκα τα χωράφια που είχαν και καρυδιές. Φεύγοντας από τον Αϊ Νικόλα δεν ειδοποίησα κανέναν ότι θα πάω εκεί γιατί δεν ήταν κανένας στο χωράφι αλλά και αν ήταν δεν ξέρω αν θα τους το` λεγα. Πηγαίνοντας ο Πατέρας μου στο περιβόλι ψάχνει να με βρει. Φωνάζει ξανά φωνάζει τίποτα, καμιά απάντηση, βλέπει τις πατημασιές μου γύρω από το πηγάδι και το περιβόλι ποτισμένο τον ζώνουν τα φίδια από φόβο και αρχίζει να ανησυχεί, περνάει από το μυαλό του πρώτα το κακό. Παίρνει ένα μακρύ ξύλο και αρχίζει να το βυθίζει στο νερό του πηγαδιού μήπως και είμαι πνιγμένος. Αφού δεν διαπίστωσε κάτι δυσάρεστο ηρέμησε και περίμενε να ξαναφανώ από καμιά μεριά. Έπεσε ο ήλιος και άρχισε να σουρουπώνει και να σου εγώ εμφανίζουμε με ένα ταγαράκι στον ώμο εμάτο καρύδια. Με άφησε να πάω κοντά του χαρούμενος ότι του πήγα καρύδια και ότι του πότισα το περιβόλι αλλά αντί για εύγε με πιάνει από το αυτί και ποίος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε. Τότε του θύμωσα πολύ, μα ύστερα τον δικαιολόγησα για τη λαχτάρα που του έδωσα κάνοντας αυτή την απερίσκεπτη πράξη.
καραβώσουμε το λιγοστό νερό του ρέματος με κλαδιά από ντούσκο, να σχηματιστεί μία γούρνα. Κόβουμε κλαριά από τα δέντρα καραβώνουμε το νερό, σχηματίζεται μία μικρή λίμνη και μπαίνουμε να κάνουμε το πολυπόθητο μπάνιο, μα το χώμα της περιοχής ήταν άσπρο και μπαίνοντας μέσα και ανακατεύοντας το θόλωσε και έγινε κάτασπρο που αντί να πλυθούμε γίναμε σαν τα γουρουνόπουλα που κυλιούνται στη λάσπη. Τέλος πάντων πλυθήκαμε όπως-όπως και γυρίσαμε στο χωριό πριν πέσει ο ήλιος. Εγώ ο καλός σου που δεν είχα πει σε κανέναν που θα πήγαινα όλη την ημέρα δεν πήγα κατ` ευθείαν στο σπίτι αλλά ανέβηκα στις συκιές του Παμά που ήταν απέναντι από το σπίτι μας για να με δει η Μάνα μου και να με φωνάξει να μαζευτώ στο σπίτι. Κατά κακή μου τύχη όμως στο σπίτι ήταν ο Πατέρας μου, η Μάνα μου είχε πάει με το βαρέλι στη βρύση του χωριού να φέρει νερό. Με βλέπει ο Πατέρας μου και με φωνάζει άγρια να πάω εκεί. Βέβαια από τον τόνο της φωνής του κατάλαβα πως δεν θα περάσω καλά πηγαίνοντας αλλά έπρεπε να πάω και πήγα. Χωρίς να μου πει καμιά κουβέντα, με με περιλαμβάνει με μια βέργα από κορομηλιά και με έδερνε μέχρι να έρθει η Μάνα μου από το σπίτι του Μαστρο-Γιώργη, να κατεβάσει το βαρέλι από την πλάτη της και να με γλιτώσει. Έφαγα της χρονιάς μου. ( Είχε δίκαιο).