Monday, May 14, 2007

Τα Σχολεία άνοιξαν τον μήνα Φεβρουάριο του 1949. Εγώ είχα τελειώσει το Δημοτικό και έπρεπε να πάω στο Γυμνάσιο. Ο πατέρας μου βρισκότανε σε δίλημμα, αν θα πήγαινα στο γυμνάσιο ή όχι και τούτο γιατί ήδη είχε πάει ο αδερφός μου πριν κλείσουν τα σχολεία λόγω αντάρτικου. Με το άνοιγμα του γυμνασίου βγήκαν και τα αποτελέσματα όσων φοιτούσαν την χρονιά που έκλεισαν και προκηρύχθηκαν οι εξετάσεις για την εισαγωγή στην τρίτη τάξη. Το γυμνάσιο τότε ήταν οκτατάξιο, αρχής γενομένης από την τρίτη. Ο αδερφός μου δεν κρίθηκε προακτέος κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για μένα, πλην όμως δεν υπήρχαν τα λεφτά για το παράβολο που έπρεπε να καταθέσω για να λάβω μέρος στις εξετάσεις. Ο Θέμος Σκάρπας γιος του Νίκου Σκάρπα που έμενε στο στανοτόπι τους, στον Πλούσιο, έτσι λέγανε το μέρος που είχανε φτιάξει το σπίτι τους. ήταν συμμαθητής μου και εξάδερφός μου από το σόι της μάνας μου οι μανάδες μας ήταν πρώτες εξαδερφάδες. Λίγες λοιπόν μέρες πριν τις εισαγωγικές εξετάσεις, βρέθηκα με τη μάνα μου να βγάζουμε ρίζες γλαντζινιάς στο δάσος που ήταν κοντά στο σπίτι του, με είδε και μου φώναξε.
- Έ ρε Γιώργη? Πήγες να καταθέσεις τα χαρτιά σου? Εγώ πήγα.
Ομολογώ ότι μ' έπιασε το παράπονο γιατί ο Θέμος θα πήγαινε στο γυμνάσιο και ας ήταν λιγότερο καλός μαθητής από μένα. Την άλλη μέρα πρωί, πρωί, κατεβαίνω στα Μαζέικα, πάω στο γυμνάσιο, που στεγαζότανε στου Ράπανου το σπίτι, κι έκανα βόλτες πέρα δώθε στο δρόμο, σαν κάτι να ζητούσα ή σαν κάτι να περίμενα . Με βλέπει ένας καθηγητής ονόματι Χατζής από τα Μέγαρα, όπως έμαθα αργότερα και με φώναξε να με ρωτήσει τι θέλω και κάνω βόλτες στο γυμνάσιο. Του είπα πως θέλω να καταθέσω τα χαρτιά μου πλην όμως δεν έχω το παράβολο. Τότε βγάζει δέκα δραχμές, μου τις δίνει και μου λέει, κατάθεσε τα χαρτιά σου κι όταν έχει ο πατέρας σου μου τα επιστρέφεις. Με το δεκάρικο του Χατζή κατέθεσα τα χαρτιά μου και έτσι έλαβα μέρος στις εξετάσεις μπαίνοντας και σε καλή σειρά, στην πρώτη δεκάδα. Ο ξάδερφος Θέμος δεν πέρασε.
Άρχίζουν τα μαθήματα με λίγους καθηγητές όπως συμβαίνει πάντα στα επαρχιακά γυμνάσια. Να φανταστείτε ότι ο Χατζής ήταν θεολόγος και σαν θεολόγος πέρα από τα θρησκευτικά που έπρεπε να κάνει μας έκανε, Αρχαία Νέα και Ιστορία. Στην τρίτη τάξη φοίτησα από τον Φεβρουάριο μέχρι και τον Ιούνιο όπου έγιναν προαγωγικές εξετάσεις και πέρασα στην τετάρτη. Ο αδερφός μου δεν ακολούθησε μαζί μου ώστε να πηγαίνουμε μαζί, αποφάσισε να γραφτεί στην τρίτη σαν διετής όταν εγώ ήμουν πλέον στην τετάρτη. Πρέπει να σας πω πως ο Χατζής με αγαπούσε όχι μόνο γιατί με γνώρισε πριν τις εισαγωγικές εξετάσεις, με το περιστατικό του δεκάρικου ,το οποίο φυσικά του το επέστρεψε ο πατέρας μου αλλά και γιατί ήμουν καλός μαθητής. Στο γυμνάσιο πήγαιναν από το χωριό σε όλες τις τάξεις πάνω από τριάντα παιδιά. Αχολογούσε της παναγιάς το ρέμα από τα ποδοβολητά και τις φωνές. Αυτό συνέβαινε κάθε μέρα με διαδρομή μιά ώρα να πας και μιά κι κάτι να γυρίσεις. Όταν ο καιρός ήταν καλός, το είχαμε για βόλτα, όταν όμως έβρεχε ή έριχνε χιόνι τότε άστα να πάρει. Βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο, πηγαίναμε και τι περισσότερες φορές στεγνώναμε στο θρανίο. Το πρωί φεύγαμε από το χωριό στις επτά η ώρα και οκτώ είμαστε στα Μαζέικα και οκτώ και είκοσι μπαίναμε στην τάξη. Στα Μαζέικα η μάνα μου είχε δύο πρώτα ξαδέρφια, το Δημήτρη και το Θανάση Λουκόπουλο. Ο ένας διατηρούσε μπακάλικο και ο άλλος ξενοδοχείο ύπνου και καφενείο. Τις περισσότερες φορές όταν ο καιρός ήταν βροχερός ή όταν έριχνε χιόνι, φεύγαμε νωρίς από το χωριό και έφθανα με μισή ώρα νωρίτερα, και τούτο το κάναμε για να στεγνώσουμε στη σόμπα του καφενείου που τη βρίσκαμε αναμένη από τη θεια Φροσύνη του Μπάρμπα Θανάση, περιμένοντάς μας να στεγνώσει τα σακάκια μας . Μεγάλη καρδιά η θειά Φροσύνη? Πάντα με τον καλό της λόγο, ποτέ δεν δυσανασχετούσε. Όταν φεύγαμε για το χωριό το μεσημέρι και τύχαινε να βρέχει, σταματούσαμε στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής στην Παναγιά, μαζεύαμε ξερά πουρνάρια, ανάβαμε φωτιά, μισοστεγνώναμε και από κει γραμμή για το χωριό. Στις μεγάλες βροχές κατέβαζε το Καρνεσέικο ποτάμι και πλημμύριζε, έσπαγε στο γεφύρι που ήταν πέτρινο με δύο καμάρες και έπεφτε στο δρόμο. Ο δρόμος από το γεφύρι και μέχρι τη Βιλιβίνα , λίγο έξω από τα Μαζέικα, από τα πλαϊνά του είχε γράνες για στραγγίζουν τα νερά από τα χωράφια. Με το νερό λοιπόν που έσπαγε στο γεφύρι, δρόμος, γράνες και χωράφια γινόντουσαν ένα και για να ξεχωρίσεις που ήταν ο δρόμος τον ξεχώριζες μόνον από τα ψαθιά που είχαν φυτρώσει στις όχθες της γράνας. Μια φορά ανέβαινα παρέα με τον Θοδωράκη το Σμυρνή, συμμαθητή μου από το χωριό ,πιο σωματώδης και πιο δυνατός από μένα, ο δρόμος δεν ξεχώριζε, ήταν μια λιμνοθάλασσα κινούμενη, παραπάτησα και πέφτω μέσα στη γράνα, το νερό με έφτασε μέχρι το λαιμό περίπου, τότε ο Θοδωράκης άπλωσε το χέρι του και με τράβηξε έξω. Έτσι εκείνη την εποχή μαθαίναμε τα γράμματα εμείς.
Ας είναι. Τις τάξεις τις περνούσα τη μια μετά την άλλη. Σαν μαθητής πιστεύω πως ήμουνα καλός, όχι τόσο στα Ελληνικά όσο στα Μαθηματικά. Μαθηματικός ήτανε ο Μαστορόπουλος από την Τοπόριστα Αρκαδίας, ένας άνθρωπος ιδιόρρυθμος. Ήθελε το μάθημα του να του το λες φαρσί όπως το έχει το βιβλίο, και καλά τα μαθηματικά δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς, αλλά στη φυσική π.χ. την ήθελε να του τη λες παπαγαλία. Αν καμιά φορά ξεχνούσες καμιά λέξη, τότε τον άκουγες να σου λέει ,
Ρε και το "και" που έχει ο συγγραφέας μέσα έχει τη σημασία του. Ο Μαστορόπουλος ήταν σκληρός σαν καθηγητής όχι μόνο στους μαθητές του αλλά και στα παιδιά του ακόμα. Ο μεγάλος του γιος έδωσε εξετάσεις στη σχολή Ευελπίδων και δεν πέρασε, διαδόθηκε πως αυτοκτόνησε. Λέγαν πως του είπε φεύγοντας αν δεν περάσει να μην γυρίσει πίσω. Η Κόρη του που ήταν από τις αριστούχες πέρασε στην Ακαδημία για δασκάλα, αλλά τρελάθηκε. Εκείνος που δεν τον χαμπέριζε καθόλου ήταν ο άλλος του γιος ο Σέμης. Εδώ θέλω να σας πω, μια και αναφέρθηκα στην κόρη του ,το εξής περιστατικό . Όταν εγώ πήγαινα στην τρίτη τάξη, στην εβδόμη πήγαινε ο ξάδερφος μου Θοδωράκης Κούφης, συμμαθητής της κόρης του Μαστορόπουλου. Ο Θοδωράκης ήταν αριστούχος μαθητής καλύτερος από την κόρη του, το βραβείο έπρεπε κατά κοινή ομολογία όλης της τάξης να το πάρει ο Κούφης, αλλά χάριν του Μαστορόπουλου εδώθη στην κόρη του. Ομολογώ τότε ότι μου κακοφάνηκε και τούτο γιατί ο Θοδωράκης ήταν το πρότυπο μου. Θα ήμουν όμως άδικος για το Μαστορόπουλο αν δεν αναφέρω και ένα άλλο περιστατικό που ξεκάθαρα δείχνει πως είχε και ευαίσθητη καρδιά και φιλάνθρωπο αισθήματα. Ήταν η μέρα που σταματούσαν τα μαθήματα για τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές, τελευταία ώρα, μάθημα είχαμε μαζί του, όταν χτύπησε το κουδούνι και άρχισαν τα παιδιά να φεύγουν άκουσα να λέει
"Ε εσύ ο Θεοδώνης να μείνεις στο τέλος σε θέλω."
Όταν άδειασε η αίθουσα και μείναμε οι δυο μας με ρωτάει. Εκείνη την Κανέλλα που έχει γυναίκα του ο Κρεμίδας την γνωρίζεις? Ναι του απαντώ. Τότε βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα και δίδοντάς μου λέει. Να το πας και να της το δώσεις αλλά να μην σε δει εκείνος ο προκομμένος ο άντρας της. Εγώ το πήρα και πήγα και της τόδωσα όπως ακριβώς μου είπε, σκεπτόμενος, να δεν είναι τόσο σκληρός όπως θέλουν να τον παρουσιάζουν. Εγώ πάντως τα πήγαινα πολύ καλά μαζί του.
Το Γυμνάσιο στεγαζότανε σε νοικιαζόμενο κτίριο, στο σπίτι του Ράπανου όπως έχω γράψει, μπροστά από αυτό περνούσε το μυλαύλακο που τροφοδοτούσε το νερόμυλο του Καΐρη. Για να περάσεις να πας στις αίθουσες περνούσες ένα γεφυράκι προχειροφτιαγμένο. Απέναντι από το κτίριο υπήρχε μια αλάνα στην οποία μαζευόντουσαν όλοι οι μαθητές, εκεί κάναμε την πρωινή μας προσευχή και εκεί παίζαμε στα διαλείμματα. Οι αίθουσες (Δωμάτια) ήταν οι πέντε στ ισόγειο και η έκτη στο υπερώο, δηλαδή επάνω στον όροφο που έμενε και η οικογένεια του Ράπανου, αλλά στο γαγιάτι διαμορφωμένο σε αίθουσα και σε γραφείο των καθηγητών και του γυμνασιάρχη, έτσι ονομάστηκε από όλους μας και τυπερώον. Γυμνασιάρχη είχαμε τα τρία πρώτα χρόνια τον Βασιλόπουλο από του Φίλια . Το μάθημα των πλάτες όπου πρόφθανε. Τότε ο Μουσάς προσπαθούσε να καθησυχάσει τονθρησκευτικών στις μικρές τάξεις το έκανε ο Χατζης και στις μεγάλες ο Μουσάς, (άλλο ήταν το επίθετό του, που τώρα μου διαφεύγει της μνήμης μου). Το Μουσάς, του το είχαν κολλήσει οι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων. Ο Μουσάς Άτως ήταν ένας άνθρωπος με κεφαλαίο Άλφα. Καλοκάγαθος και πολύ φιλικός με του μαθητές μέχρι σημείου που οι μαθητές εκμεταλλευόμενοι την καλοσύνη του κάνανε φασαρία στο μάθημά του. Πολλές φορές η φασαρία ήταν τόσο έντονη ώστε έβγαινε ο γυμνασιάρχης από το γραφείο του με το χάρακα στο χέρι έμπαινε στην τάξη και όποιον πρόφθανε χτυπούσε, στα χέρια, στο κεφάλι στις γυμνασιάρχη λέγοντάς του , ας τους κύριε γυμνασιάρχα μην ξεχνάς πως είναι σφριγώσα η μαθητιώσα νεότις. Στα διαγωνίσματα όποιος δεν ήξερε τα θέματα και του έγραφε το πάτερ ημών του έβαζε τη βάση για να περάσει . Ποτέ δεν έκοψε κανέναν. Ο Χατζής νέος και ελεύθερος περισσότερο φιλικός με τις μαθήτριες ήταν στα μέσα και στα έξω. Ανελάμβανε πολλές αρμοδιότητες, ιδίως στις εκδρομές είχε το πρόσταγμα, ανελάμβανε την τήρηση της τάξεως κ.λ.π. Μια φορά όταν ήμουνα στην τρίτη τάξη, μερικοί μαθητές της εβδόμης πήγαν και του ζήτησαν μια μπάλα να παίξουν και τους αρνήθηκε ενώ έδωσε στις μαθήτριες. Παίζοντας βόλεϊ τα κορίτσια τους φεύγει η μπάλα και κατά τύχη έρχεται στα πόδια μου , δεν χάνω κι εγώ καιρό και της δίνω μια κλωτσιά και πάει στην αλάνα που ήταν οι μαθητές. Αυτοί την κράτησαν και άρχισαν να παίζουν μεταξύ τους. Οι μαθήτριες διαμαρτυρήθηκαν στον Χατζή και υπέδειξαν εμένα τον δράστη. Τότε αυτός μου δίνει δύο χαστούκια με το αριστερό χέρι που τα μάτια μου άρχισαν να βλέπουν κόκκινες, πράσινες, μπλε πεταλούδες. Οι μαθητές που είδαν τη σκηνή πάνε στο Χατζή και πιάνοντάς τον από το γιακά τον απείλησαν. Αυτό αν συνέβαινε αργότερα που είχε εμπεδωθεί η τάξη θα απεβάλλοντο όχι μόνο από το γυμνάσιο αλλά και από όλα τα γυμνάσια της περιοχής, αλλά βλέπεις ήταν ακριβώς μετά το αντάρτικο και οι μαθητές αυτών των τάξεων ήταν μεγάλοι συνομήλικοι του Χατζή και μερικοί μάλιστα ήταν Μάιδες και οπλοφορούσαν. Πάντως εγώ τα χαστούκια μου τάφαγα και ας με συμπαθούσε .Η καταγωγή του ήταν από τα Μέγαρα και τότε κυκλοφορούσε ένα τραγούδι για κάποιον Παναγή που έλεγε
"Μην τον είδατε παιδιά τον Παναγή, στα Μέγαρα τον είδαμε πουλούσε κομπολόγια και γέλαγε τις κοπελιές με τα γλυκά του λόγια."
Έλεγαν πως ο Παναγής είχε κλείσει ραντεβού στην ίδια εκκλησία των Μεγάρων την ίδια ώρα με μερικές κοπέλες για να τις παντρευτεί όπως τους έταζε. Μαζεύτηκαν αυτές αλλά ο Παναγής έγινε άφαντος. Έτσι λοιπόν κυκλοφόρησε το τραγούδι το οποίο τραγουδούσαν οι μαθητές όταν ήθελαν να πικάρουν τον Χατζή.
Φιλόλογο στην πέμπτη τάξη είχαμε τον Σωτηρόπουλο ο οποίος είχε έρθει από την Κύπρο. Πολύ καλός φιλόλογος και άνθρωπος. Έχω κρατήσει στη μνήμη μου μια του φράση ,που την έλεγε πάντοτε όταν σήκωνε για μάθημα κανένα μαθητή από τα χωριά Καστριά, Βρόστενα, Πλανητέρου, δηλαδή από τα χωριά που βρίσκονται στα ριζά του Χελμού. Έλεγε λοιπόν
"Να μας πει μάθημα σήμερα ο άρτι αφιχθείς εκ των Αροάνιων ουρανίων ωραίων ορέων...", δηλαδή να μας πει μάθημα αυτός που μόλις ήρθε από τα Αροάνια που είναι ΄ψηλά σαν ως τα ουράνια και είναι ωραία βουνά.
Τη χρονιά αυτή δηλαδή όταν ήμουνα στην πέμπτη συνέπεσε να γράψω μαθηματικά και τα τρία ζητήματα μόνον εγώ . Αυτό κυκλοφόρησε σαν νέο σε όλη την περιοχή. Με την έναρξη του νέου σχολικού έτους φεύγει ο γυμνασιάρχης Βασιλόπουλος και στη θέση του έρχεται ο Σταυρόπουλος Γεώργιος Μαθηματικός προερχόμενος από τα μέρη του Μεσολογγίου ο οποίος με βάζει απουσιολόγο και επιμελητή. Επιμελητής ήμουνα και τα άλλα δύο χρόνια, στην εβδόμη και στην ογδόη. Με τον Σταυρόπουλο ομολογώ ότι μάθαμε μαθηματικά. Δεν χρησιμοποιούσε μόνον το βιβλίο του οργανισμού αλλά κυρίως είχε ένα δικό του τετράδιο βιβλίο, στο οποίο είχε γράψει όλες τις ασκήσεις που είχαν δοθεί σε όλες τις σχολές του πανεπιστημίου και τις στρατιωτικές σχολές. Η παράδοση του μαθήματος γινότανε με τη συμμετοχή όλης της τάξεως. Με τον τρόπο αυτόν της παράδοσης ακόμα και εκείνοι οι μαθητές που δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά με τα μαθηματικά συμμετείχαν και τους γινόντουσαν κατανοητά. Εγώ τα πήγαινα πάρα πολύ καλά μαζί του, με αγαπούσε και τόδειχνε. Στην όγδοη τάξη όμως και στο τελευταίο διαγώνισμα που ήταν Κοσμογραφία μάθημα του Σταυρόπουλου συνέβη το εξής περιστατικό. Εγώ επειδή κατέβαινα από το χωριό μια ώρα δρόμο είχα μαζί μου το βιβλίο της κοσμογραφίας, γιατί διάβαζα στη διαδρομή. Για να γράψουμε λοιπόν διαγώνισμα όλη την τάξη που ήταν είκοσι δύο μαθητές και μαθήτριες , μας χώρισαν σε πέντε αίθουσες ανά τέσσερις σε κάθε αίθουσα. Εγώ ήμουν στην τελευταία αίθουσα και στο βάθος αυτής με τους συμμαθητές μου Χρονόπουλο Αθ., Κουμανιώτη Γεωργία, Γκλαβά Χαραλαμπία, και Μητροπούλου Μαρία. Ο γυμνασιάρχης βγαίνει από το γραφείο μπαίνει στην πρώτη αίθουσα και υπαγορεύει τα ζητήματα-θέματα για γράψιμο, μια μαθήτρια της εβδόμης τάξεως από τη Δάφνη Ανανιάδου άκουσε κάποιο ζήτημα και έκρινε σκόπιμο να τρέξει να μου το πει. Εγώ δεν χάνω καιρό, παίρνω το βιβλίο από το πρεβάζι του παραθύρου που το είχα εναποθέσει, και ανοίγω στο σημείο που υπολόγισα πως ήταν το θέμα που μου είπε η Ανανιάδου για να του ρίξω μια ματιά, απάνω μου φθάνουν και οι άλλοι τρεις συμμαθητές μου. Ο γυμνασιάρχης αντί να πάρει τις τάξεις στη σειρά έρχεται κατευθείαν σε εμάς λες και κάτι είχε καταλάβει, βλέποντάς μας συγκεντρωμένους πάνω από το βιβλίο της κοσμογραφίας, εκρήγνυται και σε άγριο και οργίλο ύφος μου λέει, "Ζαγάρι και σε είχα σαν παιδί μου." Δεν μας υπαγορεύει τα θέματα αλλά φεύγει και πάει στις άλλες τάξεις που δεν ξέρουν το περιστατικό και δίδει σ' αυτούς τα θέματα να γράψουν, και σε λίγο έρχεται σε μας με άλλα θέματα για γράψιμο. Για καλή μου τύχη ήξερα καλύτερα αυτά που μας έβαλε από εκείνα που είχε δώσει στις άλλες αίθουσες. Αφού τελείωσε την υπαγόρευση ακολούθησε και επωδός "Γράφτε τώρα ζαγάρια." Επιτηρητής κάθισε ο ίδιος. Εγώ άρχισα να γράφω, ενώ οι συμμαθητές μου έβαλαν το χέρι τους κάτω από το σαγόνι τους και κοίταζαν έμένα που έγραφα αμήχανοι, γιατί τα θέματα που έβαλε ήταν τα πλέον δύσκολα της κοσμογραφίας. Βλέποντάς με να γράφω, μου λέει "εσύ θα γράψεις ζαγάρι αλλά αυτούς δεν τους σκέφτεσαι;" Καλύτερα να μ' έσφαζε παρά αυτά που μου είπε. Το άσχημο ήταν ότι δεν δεχότανε καμιά κουβέντα επ' αυτού. Τέλος πάντων, εγώ τελείωσα το γυμνάσιο ενώ οι συμμαθητές μου έμειναν επαναξετασταίοι στο μάθημα της κοσμογραφίας, θεωρώντας έμένα υπεύθυνο για την κακοτυχία τους. Ύστερα από δύο περίπου χρόνια σε μία άδεια που είχα από την Αεροπορία που υπηρετούσα σαν Αρχισμηνίας, τον βρήκα στα Μαζέικα και τον παρεκάλεσα να με αφήσει να του πω τι ακριβώς είχε συμβεί τότε με το διαγώνισμα της κοσμογραφίας. Πράγματι με είχε παρεξηγήσει γιατί πίστευε πως εγώ πήγα και κρυφάκουσα τα θέματα και έτρεξα να τα και στους άλλους. "Σε παρεξήγησα παιδί μου", μου λέει κι έτσι έφυγε από πάνω μου ένα βάρος που ένιωθα γιατί όπως είπα και προηγούμενα τον σεβόμουνα αυτόν τον άνθρωπο σαν πατέρα μου.
Στα γυμνασιακά μου χρόνια άρχισε και η εφηβεία μου. Οι ανησυχίες που νιώθουν όλα τα παιδιά αυτής της ηλικίας. Το γεγονός ότι ήμουνα καλός μαθητής μου ανέβασε το ηθικό και έγινα πιο προσιτός στις παρέες. Τα κορίτσια επεδίωκαν την συντροφιά μου άλλά μέχρι εκεί. Το θέμα ηθική στην περιοχή μας εκείνον τον καιρό ήταν πολύ βασικό. Έβαζα λοιπόν το καπέλο μου (φορούσαμε καπέλο τότε με έμβλημα την κουκουβάγια) στραβά και γκομένιζα κάνοντας βόλτες στα Μαζέικα με μερικούς από τους συμμαθητές μου. Είχα βάλλει και στο μάτι κάνα δυο μαθήτριες , αλλά το περιβάλλον ήταν πολύ στενό και η παρακολούθηση των καθηγητών ασφυκτική, ώστε τα περιθώρια μπορώ να πω ήταν από πολύ λίγα μέχρι μηδαμινά, για να συναντήσεις μόνη της μια κοπέλα και να της πεις αυτό που αισθάνεσαι γι΄ αυτήν. Έμενα λοιπόν με τον πλατωνικό μου έρωτα. Μόνο τα καλοκαίρια ξέδινα στο χωριό περιμένοντας να ανέβει από την Πάτρα μια κοπέλα στο θείο της για παραθερισμό. Σχηματίζαμε τότε μια παρέα που καθόμαστε τα βράδια, στο φεγγαρόφωτο του καλοκαιριού, στ΄ αλώνι της βρύσης, και έπαιζα με διάφορα παιχνίδια, εκεί λοιπόν κλέβαμε και κανά φιλί που ήταν τα πιο γλυκά νεανικά φιλιά. Ο πατέρας μου πάντα με αυστηρό ύφος με συμβούλευε γιατί φοβότανε μη μπλέξω και εκθέσω καμιά κοπέλα. Ήθελε να προχωρήσω στα γράμματα, να φύγω από το χωριό, να πιάσω μια καλή δουλειά στην Αθήνα ώστε να ζήσω καλύτερα απ΄ αυτόν. Πάντα στα χείλη του είχε την ίδια επωδό.
- Πρόσεξε κακομοίρη μου μη σε μπλέξει καμιά και μείνεις εδώ. Πρόσεξε μην το μάθουν τ΄ αδέρφια της τάδε και σε ξυλοφορτώσουν.
Εγώ βέβαια με την ορμή της νιότης όλα αυτά τ' άκουγα βερεσέ. Εκείνη την εποχή, επειδή η οικογένειά μου δεν είχε τα μέσα, όπως και αλλού έχω γράψει, είχα στερηθεί το ελάχιστο έστω χαρτζιλίκι. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο έπρεπε κι εγώ κάτι να κάνω. Έτσι λοιπόν τις ελεύθερες μέρες των διακοπών τόσο του Πάσχα όσο και του καλοκαιριού, δούλεψα στον καλογερικό κάμπο ( Κατσάνα) που κάποιοι Καλαματιανοί τον είχα φυτέψει ρύζι θαρρώ το 1952. Παράλληλα είχε αρχίσει και η κατασκευή του αμαξιτού δρόμου Μαζέικα - Λευκάσιο. Εκεί, πάντα στο χρόνο των διακοπών, δούλευα ανοίγοντας τρύπες στους βράχους με ματικάπι και ματρακά για φουρνέλα. Τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά μηχανικά μέσα και για αυτόν ακριβώς το λόγο το σκάψιμο γινότανε με τσαπιά και κασμάδες, η μεταφορά του χώματος με τζουβιέρες και το σπάσιμο των βράχων με φουρνέλα και βαριοπούλες. Το δρόμο τον είχε αναλάβει να τον φτιάξει το χωριό με χρηματοδότηση του κράτους που εξυπηρετούσε διπλό στόχο. Ο ένας να εξυπηρετηθεί το χωριό και ο άλλος να βρουν δουλειά και οι κάτοικοί του παίρνοντας για μεροκάματο οι μεν άντρες 16 δραχμές και οι γυναίκες 11. Υπεύθυνος του εργοταξίου ήταν πότε ο Χάρης ο Δελλής και πότε ο Παναγιώτης ο Λουκόπουλος(Μπρέκος). Είχε λοιπόν σχηματιστεί ένα συνεργείο με επικεφαλής το Χρήστο Γιαννακόπουλο(Σουρή) ειδικευμένο στα φουρνέλα. Σ' αυτό το συνεργείο μερικές φορές ήμουνα και εγώ. Έτσι οικονόμαγα λίγο χαρτζιλίκι για να ανταποκρίνομαι στην παρέα. Κάθε χρόνο στο τέλος Σεπτεμβρίου με αρχάς Οκτωβρίου στα Μαζέικα γινότανε έμποροζωο πανήγυρη που ήταν και η τελευταία της περιοχής γι' αυτό ήταν το μεγάλο γεγονός της χρονιάς για τους κατοίκους, επειδή περίμεναν σ΄ αυτήν άλλος να πουλήσει ότι είχε για πούλημα και άλλος να αγοράσει αντίστοιχα αυτό που είχε ανάγκη.
Κρατούσε μια ολόκληρη βδομάδα και σ΄ όλη αυτή την βδομάδα κάθε βράδυ είχε γλέντι στα διάφορα κέντρα με κομπανίες που ερχόντουσαν από την Αθήνα και άλλα μέρη με δημοτικά και λαϊκά τραγούδια. Έτσι έπαιρνε και το χαρακτήρα του κοσμικού γεγονότος .Σ΄ αυτήν λοιπόν την εμποροζωοπανήγυρη πολλές φορές πουλούσα λουκουμάκι και νερό ένα φράγκο και τα δυο, για να δροσιστούν οι κακόμοιροι αγρότες που τους έκαιγε το λιοπύρι του γαϊδουροκαλόκαιρου της εποχής περιμένοντας τον αγοραστή του ζώου που πουλούσε ή στο κλείσιμο της συμφωνίας να ευχηθεί ο ένας να του ζήσει και ο άλλος σε καλή μεριά τα λεφτά που εισέπραξε. Με το λουκουμάκι και νερό, έβγαζα τόσο τη μαθητική εισφορά που δεν ήταν και λίγη και μου έμενε και χαρτζιλίκι. Τα λουκούμια τα έπαιρνα από τον θείο Δημήτρη Λουκόπουλο, πρώτο ξάδερφο της μάνας μου, βερεσέ με απόδοση λογαριασμού στο τέλος της πανήγυρης. Στις δουλειές που έκανα στα γυμνασιακά μου χρόνια σκόπιμο είναι να σημειώσω ότι, στα δύο πρώτα χρόνια, διετέλεσα νεωκόρος (καντηλανάφτης) στην εκκλησία του χωριού μου τον Άγιο Δημήτριο, έναντι μικρής μηνιαίας αμοιβής. Την εργασία αυτή την έκανα όχι τόσο για τα λεφτά, τα οποία δεν μπορώ να πω πως δεν τα είχα ανάγκη, γιατί τα είχα και τα παραείχα, αλλά περισσότερο να υπηρετήσω τον άγιο και προστάτη του χωριού μας. Λέγανε στο χωριό ότι όποιος έκανε νεωκόρος στον Άγιο Δημήτρη πρόκοψε στη ζωή του. Αυτό το βεβαίωνε και η μάνα μου, απαριθμώντας τα παιδιά που πέρασαν από την εκκλησιά. Στην αρχή τον ενθουσιασμό μου τον υπερκάλυψε ο φόβος, γιατί πίσω και πλάι στην εκκλησιά ήταν το Νεκροταφείο του χωριού. Η παιδική φαντασία κάλπαζε με αποτέλεσμα να μου κόβονται τα πόδια όταν ήταν να ανέβω στο καμπαναριό για να χτυπήσω την καμπάνα. Το μαρτύριό μου μεγάλωνε την εποχή των χαιρετισμών και το Μεγαλοβδόμαδο που η εκκλησία άρχιζε στις εννέα το βράδυ. Έπρεπε λοιπόν ν΄ ανέβω στον τρίτο όροφο του καμπαναριού που ήταν οι καμπάνες να τις χτυπήσω. Το πρόβλημα δεν το είχα τόσο κατά το ανέβασμα, γιατί ανεβαίνοντας έβλεπα κατά το νεκροταφείο, το είχα στο κατέβασμα που το είχα πίσω μου. Το αεράκι που ερχότανε μέσα από τα μνήματα μου πάγωνε τις γάμπες των ποδιών μου, κι εγώ νόμιζα ότι ήταν τα χέρια νεκρών που προσπαθούσαν να με πιάσουν. Αν τύχαινε δε και είχε πρόσφατα κάποιος πεθάνει τότε νόμιζα πως άκουγα και τη φωνή του ακόμα. Θα μου πείτε γιατί δεν έλεγα του παπά να ερχότανε πιο νωρίς ώστε να έχω παρέα. Το έκανα κι αυτό, αλλά πόσες φορές θα ερχότανε ο παπάς; Εξ άλλου αυτή η δουλειά είναι δουλειά του νεωκόρου. Να πάει πιο μπροστά, να χτυπήσει την καμπάνα να ανοίξει την εκκλησία ν΄ ανάψει τα καντήλια και τότε να έρθει ο παπάς. Σ' αυτή τη δύσκολη θέση λοιπόν είχα βρεθεί και κάποτε άλλοτε μικρότερος σε ηλικία στον εμφύλιο. Τότε με είχε αγγαρέψει ένας αντάρτης να του δείξω το δρόμο μέχρι τα Μαζέικα, φορτώνονται με ένα αυτόματο στεν και ένα περίστροφο χαλασμένο με μύλο αυτός είχε άλλα δύο αυτόματα και ένα ολοκαίνουργο περίστροφο. Ήταν απόγευμα όταν ξεκινήσαμε από το χωριό και όταν φθάσαμε στα Μαζέικα άρχισε να νυχτώνει. Εκεί με άφησε να γυρίσω πίσω. Γυρνώντας έπρεπε να περάσω από της παναγιάς το ρέμα για το οποίο είχα ακούσει από τους μεγάλους πολλές ιστορίες φαντασμάτων. Επειδή κατά μήκος αυτού είχαν γίνει διαχρονικά τρεις με τέσσερις φόνοι , οι διερχόμενοι τη νύχτα από κει έλεγαν πως άκουγαν βογκητά ,κλάματα, έβλεπαν κότες που μεταμφιέζονταν σε σκύλους, σταματούσαν και δεν προχωρούσαν τα άλογα και τόσα άλλα τρομακτικά πράγματα. Άλλος δρόμος δεν υπήρχε να περάσω. Έτσι έχοντας στο νου μου την παροιμία "μπρος βαθύ και πίσω ρέμα" ξεκίνησα. Φθάνοντας στην αγία Παρασκευή όπου, κατά τους περιγράφοντας, άρχιζαν τα φαντάσματα, εγώ άρχισα να σιγανοσφυρίζω το σκοπό κάποιου δημοτικού τραγουδιού για να διασκεδάσω το φόβο μου. Σιγανοσφυρίζοντας και με το αυτί τεντωμένο για να πιάσει και τον παραμικρό θόρυβο πέρασα το φαράγγι και ούτε άκουσα ούτε είδα τίποτα. Αυτό το περιστατικό τό' φερνα και το ξανάφερνα στο μυαλό μου, όταν κατέβαινα τη σκάλα, αλλά εδώ δεν ήταν ρέμα ήταν τα μνήματα γνωστών ανθρώπων, οπότε όσο και να προσπαθούσα να πάρω θάρρος δεν τα κατάφερνα. Ας είναι . Ξεπέρασα το φόβο μου αφού στις τόσες φορές που ανεβοκατέβηκα δεν είδα και δεν άκουσα τίποτα όπως και στης Παναγιάς το ρέμα.

Το δεύτερο αντάρτικο

Και εκεί που κυλούσε η ζωή ήρεμα και ο κάθε νοικοκύρης συγκέντρωσε ότι του είχε απομείνει από την κατοχή, να σου και ξεφυτρώνει το δεύτερο αντάρτικο (στην πραγματικότητα ο εμφύλιος). Πρωτοπόροι, στην Πελοπόννησο τουλάχιστον, οι Καλαβρυτινοί όπως πάντα, και το λέω αυτό γιατί και το πρώτο αντάρτικο, (η αντίσταση) ξεκίνησε από τα Καλάβρυτα, αλλά τότε ήταν ένας ξεσηκωμός του λάού για αντίσταση κατά του κατακτητή, ενώ αυτό το αντάρτικο ήταν κατά του αδερφού του Έλληνα. Χτυπήθηκαν τα αστυνομικά τμήματα της Στρέζοβας (Δάφνης) και των Μαζέικων (Κλειτορίας). Τα πρώτα θύματα ήταν χωροφύλακες των Μαζέικων που σκοτώθηκαν σε ενέδρα από τους αντάρτες του Δημοκρατικού πλέον στρατού στον Πριόληθο μετά το διάσελο και πάνω από το ομώνυμο χωριό. Τους φέρανε στα Μαζέικα, τους ξάπλωσαν στην εκκλησία , εκεί που είναι σήμερα πλατεία, μέχρις ότου τους μεταφέρουν στα Χωριά τους, έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να τους δούμε και εμείς. Μετά από αυτό το γεγονός έκλεισε το τμήμα των Μαζέικων και η περιοχή μας έγινε πλέον ανταρτοκρατούμενη. Αυτό κράτησε μέχρι το 1949 το Φεβρουάριο Μήνα που έγινε η εκκαθάριση της Πελοποννήσου από την ενάτη Μεραρχία του τακτικού στρατού. Στο διάστημα αυτών των δύο χρόνων 1947-1949 συνέβησαν πολλά γεγονότα που θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω μερικά. Ξανά οργανώσεις, Φρουραρχεία, υπεύθυνοι κ.λ.π. με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά όσοι ανακατεύθηκαν είχαν αριστερές τάσεις ή αριστερίζουσες ή είχαν διωχθεί και ταλαιπωρηθεί από τους αντίθετους μετά την απελευθέρωση. Έγιναν συλλήψεις, Λαϊκά Δικαστήρια, Εξορίες, Στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στο Σιγούνι ήταν ένα από αυτά. Έγιναν και εκτελέσεις. Από το χωριό μας εκτελέσανε την γυναίκα του Γεωργίου Τσούνη, ως δοσίλογο, στον Φυλαίικο Αι Γιώργη. Σ' αυτό το αντάρτικο βγήκε και ένα παιδί από το χωριό μας, ο Θεόδωρος Κουλούκης ο επονομαζόμενος Λαρής, ο οποίος μετά την εκκαθάριση της Πελοποννήσου έγινε πρώτος μου εξάδελφος παίρνοντας για γυναίκα του την πρώτη μου ξαδέρφη, την Θεοδώρα Αθανασούλια. Ο Θοδωράκης λοιπόν εικοσάχρονο τότε παιδόπουλο ακολούθησε τους αντάρτες είτε για να εμπεδώσει την κοινοκτημοσύνη όπως έλεγαν οι διαφωτιστές του Κόμματος είτε να φάει ψωμί που και το πιθανότερων συνέβαινε, αναγκάζεται ή παροτρύνεται από τους αντάρτες να στρατολογήσει και άλλα παιδιά από το χωριό για να γίνουν πολλοί.

Μια μέρα πρωί θυμάμαι , φθάνει στο χωριό συνοδευόμενος και με άλλους συναγωνιστές του και παίρνει, τον πρώτο του ξάδερφο Γιάννη Σταθακόπουλο (Καρυπόγιαννη), τον Βασίλη τον Κιούση, τον Κώστα τον Δημήτρουλα(Καγιά), τον Κώστα Κιούση (Κοκκοράκη) και τον Γιώργη τον Μπετστουκλή(Μπουρούτη). Τα παιδιά ακολούθησαν τους αντάρτες χωρίς την θέλησή τους. Τα ακόλουθα μου τα εδιηγήθει ο Γιώργης ο Μπερστουκλής. Τους ανέβασαν στο Χελμό και τους είχαν υπό επιτήρηση. Φυσικό ήταν να προσπαθήσουν να δραπετεύσουν. Συνεννοήθηκαν λοιπόν οι τέσσερις αφήνοντας έξω της συνεννόησης τον Γιάννη Σταθακόπουλο (Καρύπη) και τούτο το έκαναν από φόβο μήπως και τους μαρτυρήσει στον Ξάδερφό του το Θοδωράκη Κουλούκη (Λαρή) και χάσουν όχι μόνον ότι σχεδίαζαν αλλά και την ζωή τους ενδεχομένως ακόμα. Ο Γιάννης ήταν ένα παιδί απονήρευτο και κατά κάποιον τρόπο χαμηλού δείκτη νοημοσύνης. Αφού ακολουθούσαν τους αντάρτες κανα δυό μήνες χωρίς να δώσουν καμιά υπόνοια για δραπέτευση και αφού διαπίστωσαν κάποια χαλάρωση της επιτήρησης το σκάνε και έρχονται και κρύβονται σε μια σπηλιά στου Καμαριού το μέρος με απόλυτη μυστικότητα και χωρίς να τους δει μάτι ανθρώπου. Πεινασμένοι, άπλυτοι και χωρίς ρούχα να αλλάξουν έπρεπε να έρθουν σε επαφή με κάποιον που να χρησιμοποιηθεί σαν σύνδεσμος με τους δικούς τους, αλλά και αυτό ήταν παράτολμο, γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι οι αντάρτες θα έρχονταν στο χωριό και θα συλλάμβαναν τους δικούς τους θα τους ανέκριναν, θα τους απειλούσαν για τη ζωή τους και για τα σπίτια τους, οπότε ήταν ενδεχόμενο κάποιος να σπάσει και να αποκαλυφθούν. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο τότε όλα ήταν χαμένα. Παίρνουν το ρίσκο λοιπόν να ανέβει στο Χωριό ο Κώστας ο Δημήτρουλας (Καγιάς). Τη νύχτα και με πολλές προφυλάξεις φθάνει στο Χωριό και δεν πάει στο σπίτι του πατέρα του αλλά στο σπίτι της θειας του της Κουφογιαννιάς αδερφής του πατέρα του. Μόλις τον αντίκρισαν τα έχασαν, έμειναν αποσβολωμένοι. Με την κουβέντα και την εξιστόρηση των γεγονότων πέρασε η νύχτα και άρχισε να φωτάει η ημέρα που επρόκειτο να φύγει, έτσι ανέβηκε στο ταβάνι του σπιτιού κι εκεί την πέρασε μέχρι το βράδυ. Παράλληλα ειδοποιηθεί ο πατέρας του να φέρει ψωμί, ρούχα και ότι άλλο είχε όχι μόνο για τον Κώστα αλλά και για τους άλλου τρεις, χωρίς να του πουν ούτε που βρίσκονται ούτε τι σκέπτονται να κάνουν. Το βράδυ με τον ίδιο τρόπο που ήρθε έφυγε φορτωμένος με φαΐ και ρούχα. Οι άλλοι κρυμμένοι στη σπηλιά ,γεμάτοι αγωνία για την καθυστέρησή του, γιατί το σχέδιο ήταν να γυρίσει το ίδιο βράδυ στην κρυψώνα τους περίμεναν. Μόλις ήρθε και τους είπε τα καθέκαστα ησύχασαν. Τον σύνδεσμο για την τροφοδοσία τους ανέλαβε ο Πανάγος ο Παππασημακόπουλος ( Παμάς) που διατηρούσε στανοτόπια με γιδοπρόβατα στην περιοχή του καμαριού που κρύβονταν τα παιδιά και δεν ήταν δυνατόν να τον υποψιαστούν ούτε οι αντάρτες αλλά ούτε και οι συγχωριανοί. Στη σπηλιά κάθισαν περίπου μια βδομάδα και ύστερα με χίλιες δύο προφυλάξεις και πάντα νύχτα φύγανε για τα Καλάβρυτα που είχε τακτικό στρατό και εντάχθηκαν στους ανταρτόπληκτους. Στη βδομάδα όμως που κρυβόντουσαν στη σπηλιά έφθασαν στο χωριό οι αντάρτες και τους ζητούσαν από τους δικούς τους. Μάλιστα απειλούσαν να κάψουν το σπίτι του Καγιά, θυμάμαι είχαν βγάλει έξω κάτι μπαούλα με ρουχισμό και τρόφιμα, αφού πείστηκαν ότι δεν γνώριζαν τίποτα για το που βρίσκονται, έφυγαν χωρίς να κάνουν κακό σε κανέναν. Ο Γιάννης Σταθακόπουλος (Καρύπης) που δεν συμμετείχε στην απόδραση, ακολούθησε τους αντάρτες μέχρι την εκκαθάριση της Πελοποννήσου από την 9η Μεραρχία. Τον Φεβρουάριο του 1949 δόθηκε αμνηστία στους αντάρτες που θα παραδίδονταν στο στρατό. Αυτός δεν παραδόθηκε όπως έκανε ο ξάδερφος του Θοδωράκης και μαθεύτηκε πως πέθανε κάπου στο Μέναλον από κρυοπαγήματα. Εκείνη τη χρονιά είχε ρίξει πάρα μα πάρα πολύ χιόνι, να φανταστείτε είχε βγει και σλόγκαν που έλεγε ότι τους αντάρτες της Πελοποννήσου τους έφαγε ο πάγος και ο Παπάγος που ήταν Αρχιστράτηγος και είχε δώσει την εντολή της εκκαθάρισης.

Κατά τον εμφύλιο είχαμε το μοναδικό θύμα από πλευράς ανταρτών. Το χωριό τα δύο τελευταία χρόνια ήταν ανταρτοκρατούμενο. Ο τακτικός στρατός από καιρού εις καιρόν εμφανιζόταν περαστικός. Οι μετακινήσεις στο χώρο που ήλεγχαν οι αντάρτες γινόντουσαν με
άδειες που εξέδιδαν οι ίδιοι. Ο αποκλεισμός μας εδημιούργησε προβλήματα. Εκείνο που μας έλειψε πέραν των άλλων αγαθών ήταν το αλάτι. Ο πατέρας μου με δύο άλλες κοπέλες, τη Γιώτα του Γιώργη του Κόλλια και τη Γιώτα του Θανάση Σακελλαρόπουλου (Τσαμένου) αποφασίζουν να πάνε στο Λεβίδι που ήταν στρατός για αλάτι. Εφοδιάζονται τις άδειες από τους αντάρτες για να περάσουν τα μπλόκα τους και τις πολιτικές τους ταυτότητες για να μπουν στο Λεβίδι. Φεύγοντας τις πολιτικές τους ταυτότητες οι κοπέλες τις έκρυψαν στο στηθόδεσμο τους και μόλις πέρασαν τους αντάρτες στη θέση τους βάλανε τις άδειες των ανταρτών. Κάνανε δυό μέρες να πάνε και να γυρίσουν, τη Μάνα μου την έπιασε αγωνία γιαυτό με παίρνει και βγαίνουμε έξω να πάμε προς το αλώνι της βρύσης μήπως και ακούσουμε ποδοβολητό μουλαριών για να ησυχάσει. Δεν προφθάσαμε να βγούμε στο φούρνο του Αρφάνη και τι βλέπουμε, ένα τσούρμο παιδιά συνοδευόμενα από αντάρτες να ανεβαίνουν το δρόμο από το σπίτι του Καψάλη προς τη Ράχη. Εκείνο το βράδυ είχε ένα φεγγάρι που έβλεπες και τη βελόνα. Ζαρώσαμε στο φράχτη του κήπου μας μέχρι που πέρασε και ο τελευταίος και τότε γυρίσαμε στο σπίτι από το φόβο μας. Η μάνα μου κάνοντας το σταυρό της είπε που τα πάνε αυτά τα παιδιά οι αθεόφοβοι. Εγώ τότε ήμουν 13ων ετών και ο αδερφός μου 14ων και αυτά που πέρασαν δεν ήταν μεγαλύτερα, έτσι από τότε και ύστερα κρυβόμαστε όταν ακούγαμε ότι έρχονται αντάρτες στο χωριό και καλά κάναμε γιατί μάθαμε αργότερα πως μας είχαν και εμάς στη λίστα μαζί με άλλα παιδιά του χωριού.

Διαδόθηκε ότι η 9η μεραρχία αποβιβάστηκε στην Πάτρα και άρχισε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Λίγες μέρες πριν φθάσουν οι στρατιώτες της στο χωριό, μαζεύτηκαν περίπου τρεις χιλιάδες αντάρτες και απλώθηκαν από τον προφήτη Ηλία μέχρι την αγία Τριάδα για να δώσουν λέγανε την τελευταία μάχη με το στρατό. Τον πατέρα μου μαζί με τον Πανάγο Παπασημακόπουλο και άλλους χωριανούς τους κάλεσαν για να τους χρησιμοποιήσουν ως συνδέσμους. Ανεβοκατέβαιναν στη Λόφκα με τα μουλάρια τους πηγαίνοντας νερό και τρόφιμα. Τις τρεις αυτές ημέρες ο αδερφός μου ο Τάκης και αργότερα Παπατάκης κρυβότανε κάτω από ένα κρασοβάρελο στο κατόι. Αποτέλεσμα αυτής του της ταλαιπωρίας ήταν να πιαστούν τα πόδια του μέχρι σημείου να μην μπορεί να τα τεντώσει. Ευτυχώς που οι αντάρτες άλλαξαν γνώμη και έφυγαν προς την Αρκαδία. Εκεί τους βρήκε ο στρατός και τους πολέμησε στο Δρακοβούνι. Οι τελευταίοι αντάρτες είχαν δεν είχαν περάσει του Φίλια και στα πρώτα σπίτια του χωριού έμπαινε ο στρατός. Το στρατό ακολουθούσε από τα Καλάβρυτα και ο συμπατριώτης μας Τάκης Σκάρπας σαν βοηθός ιατρού, τον βρήκε ο πατέρας μου και τον έφερε στο σπίτι, βλέποντας το παιδί φώναξε έναν ιατρό ανθυπασπιστή ο οποίος του έκανε κάτι ενέσεις και συνήλθε. Ο στρατός ήρθε έξαφνα στο χάραμα της μέρας κι έτσι μας βρήκε όλους στον ύπνο. Δεν πείραξαν κανέναν ,ούτε ακόμα και αυτούς που είχαν μπλέξει με τις οργανώσεις των ανταρτών. Ο Γιώργης ο Κιούσης (Κοκκοράκης) που ήταν υπεύθυνος, από το φόβο του είχε κρυφτεί σε μια βατουλιά κοντά στου Αλέξη του Κατσή τη στέρνα. Εκεί τον βρήκε ο στρατό και τον έφερε στη Ράχη του Ντουβή. Ήταν κατακίτρινος από το κρύο και το φόβο του, παρενέβησαν οι μεγαλύτεροι στο στρατό λέγοντας ότι δεν είναι αντάρτης, αλλά αυτοί τον είχαν προτείνει για υπεύθυνο για να μην πάθει τίποτα το χωριό από τους αντάρτες. Έτσι όχι μόνον δεν τον πείραξαν αλλά τον πήραν μαζί τους μέχρι το Δρακοβούνι και τον άφησαν ελεύθερο. Τα δυό χρόνια που οι αντάρτες ήλεγχαν την περιοχή μας είναι γεγονός ότι περάσαμε πολλά. Πέρα από τον αποκλεισμό μας ζούσαμε με το φόβο. Μαθαίναμε ότι με συνοπτικές διαδικασίες τα ανταρτοδικεία συνεδρίαζαν και έβγαζαν καταδικαστικές αποφάσεις. Για να γλυτώσεις έπρεπε να δείξεις πλήρη υποταγή στις διαταγές τους. Ο πατέρας μου καίτοι ήταν αντίθετος της ιδεολογίας τους για χατίρι της οικογένειας ουδέποτε εναντιώθηκε σε ότι του ανέθεταν. Πάντα τον χρησιμοποιούσαν για σύνδεσμο ή μεταφορέα με το μουλάρι μας. Μας έλεγε, τις μέρες που οι αντάρτες ήταν στον Προφήτη Ηλία και Αγια Τριάδα τον είχαν μαζί τους, για να κοιμηθούν κάποιοι καπετάνιοι τον διέταξαν να χτυπήσει πόρτες ν' ανοίξουν. Πήγαν στα σπίτια των αδελφών Θανάση και Γιώργη Κόλλια και του είπαν να χτυπήσει τις πόρτες τους, Ο πατέρας μου γνωρίζοντας ότι ενδεχόμενα μέσα στα σπίτια να κοιμούνται τα κορίτσια τους που σημειωτέον ήταν σε ηλικία παντρειάς προσπάθησε να τους αποτρέψει, τότε ο καπετάνιος έβγαλε το περίστροφο του και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει, επιστρατεύοντας το θάρρος του, τους εξήγησε ότι μέσα υπάρχουν κορίτσια της παντρειάς και δεν θα ήταν σωστό να κοιμηθούν εκεί, με αυτή την εξήγηση που τους έδωσε τον διώξανε. Με την απελευθέρωση από τους αντάρτες, έτσι τουλάχιστον την νοιώσαμε εμείς , οι ανταρτόπληκτοι που είχαν κλειστεί στα Καλάβρυτα γύρισαν στα χωριά τους σαν Μάιδες οπλισμένοι με σκοπό να κυνηγήσουν τους αντάρτες εκείνους που δεν παραδόθηκαν με την αμνηστία. Αμέσως μετά την εμπέδωση της ειρήνης και της τάξης στην περιφέρεια, άνοιξαν τα σχολεία και η ζωή άρχισε να κυλάει κανονικά χωρίς προβλήματα και φόβους. Βέβαια και σε αυτή την αλλαγή σκηνικού δεν έπαψαν τα παρατράγουδα, οι μικρότητες και αντεκδικήσεις. Οι Χωροφύλακες στηριζόμενοι στις πληροφορίες άσχετων ανθρώπων (Μπακάλη, Καφετζή, Χασάπη κ.λ.π.) χώρισαν τους ανθρώπους σε δεξιούς και αριστερούς, σε εθνικόφρονες και μη. Έτσι σχηματίστηκαν φάκελοι για τον καθένα ανάλογα με τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια του πληροφοριοδότη. Από τους φακέλους αυτούς βγαίνανε τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων που ακολουθούσαν τον κάθε πολίτη στην μετέπειτα ζωή του. Κακό κάκιστο πράγμα αλλά πέρα για πέρα αληθινό.

Παρά το γεγονός ότι προηγούμενα έχω γράψει πως δεν θα ασχοληθώ με ανάλυση των διαδραματισθέντων, τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο αντάρτικο, αλλά θα αρκεστώ στην απλή περιγραφή των γεγονότων όπως τα είδε και τα έζησε το μάτι ενός μικρού παιδιού. Δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να μην καταθέσω τις μετέπειτα διαμορφωμένες απόψεις μου, που προέκυψαν ύστερα από μελέτη βιβλίων γραμμένων από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της ανώμαλης εκείνης εποχής. Η σύσταση του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) έγινε από πυρήνες του ΚΚΕ με προβαλλόμενο σκοπό την αντίσταση κατά του Κατακτητή.

Ποιανού Έλληνα η καρδιά δεν θα φτερούγιζε και δεν θα γέμιζε από πατριωτική έξαρση στο άκουσμα της αντίστασης κατά του Γερμανού κατακτητή, που χωρίς καμιά αιτία ήρθε να υποδουλώσει τη χώρα εκείνη που δίδαξε σε ολόκληρο τον κόσμο, και στού ιδίους, τα ιδανικά της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας. Έτσι σφετερίσθηκαν τον πατριωτισμό των απλών ανθρώπων και ιδιαίτερα των νέων και τους ενέπλεξαν στο ΕΑΜ για αντίσταση κατά του κατακτητή αλλά και με απώτερο σκοπό και στόχο την ανάληψη της εξουσίας μετά την απελευθέρωση της Πατρίδας από τους κατακτητές. Τούτο από ένα μέρος ήταν φυσικό ,γιατί στην Ελλάδα πριν τον πόλεμο υπήρχε η Δικτατορία του Μεταξά από την οποία είχαν δεινοπαθήσει οι κομουνιστές και τους εδίδετο τώρα η ευκαιρία να εφαρμόσουν την ιδεολογία τους. Γιαυτόν ακριβώς τον λόγο δραστηριοποιήθηκαν έγκαιρα και πρόλαβαν τις άλλες αντιστασιακές ομάδες των άλλων πολιτικών χώρων , που άργησαν να δραστηριοποιηθούν , με αποτέλεσμα άλλες μεν να αυτοδιαλυθούν και άλλες να τις διαλύσει το ΕΑΜ.

Στην Επαρχία Καλαβρύτων, κατά τον Περικλή Ροδαλή, συγγραφέα του βιβλίου ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 1941-1944 και στη σελ.29 γράφει.

" Στην επαρχία Καλαβρύτων υπήρχαν κάποιοι αδρανείς τότε πυρήνες του ΚΚΕ, που είχαν παραλύσει στα χρόνια της Δικτατορίας του Μεταξά. Ο πιο σημαντικός τέτοιος αδρανής πυρήνας ήταν στα Άνω Σουδενά( Άνω Λουσοί), πατρίδα του γιατρού Γιώργη Ανδριόπουλου, ενός από τα πολύ δυναμικά στελέχη του ΚΚΕ, που τον εκτέλεσαν οι Μπουραντάδες στο Γουδί στις 27|11|1943. Παλιοί κομουνιστές υπήρχαν και σε άλλα χωριά και ιδιαίτερα στα Μαζέικα(Κλειτορία). Εκεί ήρθε αμέσως μετά το τέλος του Αλβανικού Πολέμου ο καθηγητής φιλολογίας Αλέκος (Αλέξανδρος) Βουτσάνης από τα δραστήρια στελέχη του ΚΚΕ στο φοιτητικό χώρο. Τα Μαζέικα είχαν τότε το πιο δυναμικό Γυμνάσιο στην επαρχία το οποίο επηρέασε θετικά ο Αλέκος Βουρτσάνης."

Από αυτή την ομολογία προκύπτει ότι η σύσταση του ΕΑΜ έγινε από πυρήνες του ΚΚΕ. Ο απώτερος σκοπός του ΕΑΜ και κατ' επέκταση του ΚΚΕ, προκύπτει και από την πρώτη σύσκεψη που έκαναν στη σπηλιά στα Καστριά ,για τη συγκρότηση της πρώτης επαρχιακής επιτροπής στην επαρχία Καλαβρύτων. Στη σελ.44 ο ίδιος Ροδάκης γράφει.

"Στη σύσκεψη αυτή εκφράζεται και η πρώτη διαφωνία για το σκοπό της οργάνωσης. Ο Κ.Καραχάλιος, με βάση τις εντολές που πήρε από την Πάτρα, έκανε πολιτικές οργανώσεις και μάλιστα του ΕΑΜ.Ο Αλέκος Βουρτσάνης μιλούσε σαν ΚΚΕ. Είπε μάλιστα το εξής χαρακτηριστικό, όπως θυμάται ο Κ .Καραχάλιος "δεν είναι καιρός για αδράνεια αλλά για επανάσταση". Ο Καραχάλιος ξαφνιάστηκε. Τους είπε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τότε. Και συγκεκριμένα τους επέμεινε , ότι οι Ιταλοί έχουν δημιουργήσει δίκτυο συνεργατών που τους ενημερώνει για όλα. Σε κάθε χωριό οι Ιταλοί είχαν πιάσει κάποιον που τους έδινε πληροφορίες. Κατά συνέπεια οποιαδήποτε κίνησή μας θα έφτανε στους Ιταλούς. Και ο Αλέξανδρος Βουρτσάνης του απάντησε . "Άκουσε σύντροφε, τώρα οι χωρικοί πηγαίνουν στους Ιταλούς γιατί αυτοί είναι ισχυροί. Αν βγάλουμε ομάδα και χτυπήσει τους προδότες , αν
κρεμάσει το Σέρβο (ήταν διερμηνέας των Ιταλών στα Μαζέικα και κρατούσε τις επαφές με τους πληροφοριοδότες των χωριών), τότε οι χωρικοί δεν θα πηγαίνουν πληροφορίες στους Ιταλούς, αλλά θα έρχονται σε μας."
Ο Αλέξανδρος απαιτούσε να οργανωθεί και να βγει στο βουνό αντάρτικο. Να σημειωθεί ότι είχε φθάσει η φήμη για την έξοδο του Άρη Βελουχιώτη στη Ρούμελη. Ο Καραχάλιος επέμεινε στη γραμμή πού είχε πάρει από την Πάτρα, να δημιουργήσει πολιτικές οργανώσεις που θα στήριζαν μελλοντικά μια επαναστατική οργάνωση και τελικά επέβαλλε και στους άλλους τις απόψεις του".

Βιβλιαράκι της Γραμματικής

Το δεύτερο Αντάρτικο ήταν στο κορύφωμά του ( Χίλια Εννιακόσια Σαράντα Επτά). Τα Σχολεία κλεισμένα, ανταρτοκρατούμενη όλη η περιοχή. Στρατός τακτικός από καιρού εις καιρόν παρουσιαζότανε στα Μαζέικα. Στο Χωριό σπάνια ανέβαινε. Υπεύθυνος της Οργάνωσης ο Γεώργιος Αθαν. Κιούσης (Κοκοράκης). Το Σχολείο στη διάθεση της Οργάνωσης, ανοιχτό σχεδόν Μέρα Νύχτα. Εμείς τα παιδιά παίζαμε μιμούμενοι του μεγάλους. Μέσα στο Σχολείο τα βιβλία του Δάσκαλου σκορπισμένα εδώ κι εκεί, ποιος ενδιαφερότανε για δαύτα. Δεν ξέρω πως βρέθηκε στα χέρια μου , ένα βιβλιαράκι σε σχήμα τετραδίου με λίγα φύλλα, γύρω στα πενήντα, που είχε όλους τους κανόνες της γραμματικής. Μου φάνηκε πολύ χρήσιμο, γι` αυτό το μάζεψα το κράτησα στο σπίτι μας και το διάβαζα όταν και όποτε το θυμόμουν, γιατί που μυαλό τότε για διάβασμα. Το Φεβρουάριο του 1949 η Ενάτη Μεραρχία κάνει την εκκαθάριση της Πελοποννήσου και τα σχολεία άνοιξαν. Ήμουν για ένα Μήνα περίπου μαθητής της έκτης τάξης όταν ξαναχτύπησε η καμπάνα του σχολείου κι εμείς καμιά σαρανταριά παιδία το γεμίσαμε με τις φωνές μας και τα παιχνίδια μας . Ο Δάσκαλος συμμάζεψε τα ασυμμάζευτα , έβαλε κάποια τάξη και άρχισε το κανονικό μάθημα, πρωί και απόγευμα για να διδάξει την ύλη τουλάχιστον της σχολικής χρονιάς 1948-1949. Όλα τα παιδιά πηγαίναμε με το ταγάρι μας ειδικά υφασμένο στον αργαλειό από τις Μανάδες μας και ραμμένο έτσι ώστε να παίρνει τα βιβλία και τα τετράδια όρθια ,με ένα σχοινί και αυτό πλεγμένο από το ίδιο νήμα για να το περνάμε χιαστί στον ώμο μας. Μέσα σ` αυτό το ταγάρι-σάκα και με τα λιγοστά βιβλία και τετράδια μου πήρε τη θέση του και το βιβλίο που είχα μαζέψει από το σχολείο και ανήκε στη σχολική βιβλιοθήκη. Προνοητικός ,μεθοδικός ο Δάσκαλος δεν ξέρω είχε βάλει ανάμεσα στις σελίδες του τη σφραγίδα ( Δημοτικό Σχολείο Λευκασίου). Το μάθημα γινότανε κατά τάξεις. Όλα τα παιδιά μαζί στο σχολείο από την πρώτη μέχρι και την έκτη τάξη, αλλά όταν έκανε μάθημα με την πέμπτη και έκτη στις υπόλοιπες τάξεις έδινε εργασία για να μην τον απασχολούν, αυτός δεν καθότανε ποτέ στην έδρα αλλά περνοδιάβαινε στους διαδρόμους των θρανίων διόρθωνε αυτούς που έκαναν εργασία και παρέδιδε στους άλλους ή τους εξέταζε. Μία μέρα που έκανε μάθημα στην τρίτη και τετάρτη ,της πέμπτης και της έκτης δηλαδή εμάς μας είχε βάλλει να γράψουμε έκθεση. Εγώ γράφοντας την έκθεσή μου και επειδή ήμουνα αδύνατος στην ορθογραφία, θυμήθηκα το βιβλιαράκι, το έβγαλα από το ταγάρι μου το ακούμπησα στο θρανίο και το συμβουλευόμουνα στην ορθή γραφή των λέξεων. Ο Δάσκαλος περνώντας από δίπλα μου βλέπει το βιβλιαράκι, το πιάνει στα χέρια του ,το ανοίγει το φυλλομετράει και ανεβαίνει στην έδρα. Διακόπτει το μάθημα και λέει σε όλους τους μαθητές να τον προσέξουν και αρχίζει να μιλά για το σχολείο που έκλεισε λόγω του αντάρτικου, λέει για το ότι έγινε γραφείο της οργάνωσης, ότι πετάχτηκαν, σκίστηκαν, κάηκαν ή εκλάπησαν όλα σχεδόν τα βιβλία της σχολικής βιβλιοθήκης. Δεν παρέλειψε να αποδώσει και μέρος της ευθύνης για αυτή την καταστροφή και σε εμάς τους λεγόμενους μεγάλους. Εγώ όση ώρα μιλούσε ήμουν σαν χαμένος , η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από τους παλμούς που είχε, δεν τέλειωνε το λόγο του λες και το έκανε επίτηδες να με βασανίζει σαδιστικά , είχα κοκκινίσει και μου φαινότανε πως από στιγμή σε στιγμή θα άνοιγε η Γης να με καταπιεί, τέλος ζήτησε από όλες τις τάξεις να πουν πως χαρακτηρίζονται εκείνοι που αρπάζουν πράγματα που δεν τους ανήκουν και όλο το σχολείο φώναξε κλέφτες. Τότε μου λέει να σηκωθώ όρθιος και δείχνοντάς με, με το δείχτη του χεριού του είπε Ιδού ο κλέφτης, πήρε αυτό το βιβλίο από τη σχολική βιβλιοθήκη και το είχε στο ταγάρι του. Εκείνη τη στιγμή δεν θυμάμαι αν ζούσα ή είχα πεθάνει από την ντροπή. Έχουν περάσει από τότε τόσα χρόνια και αυτή σκηνή δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό μου. Ίσως να μου έκανε καλό αυτή η παραδειγματική αλλά πάρα πολύ αυστηρή τιμωρία για την ηλικία μου γιατί από τότε και λεφτά να βρω δεν θα τα αγγίξω. Το βιβλιαράκι αυτό της γραμματικής που το πήρα από το σχολείο απονήρευτα και με την έφεση που είχα για μάθηση έγινε η απαρχή της μετέπειτα διαμορφώσεως του χαρακτήρα μου.

Ο Κοκκίνης μας

Μπροστά ο πατέρας μου και πίσω του τραβώντας από το καπίστρι ακολουθούσε ένα μουλαρόπουλο τριών μόλις χρόνων, με γυαλιστερό κόκκινο τρίχωμα, ψιλό ίσαμε κει πάνω, με καπούλια τετράπαχα, με αυτιά στητά και μάτια ερευνητικά, περπάτημα σταθερό και αργό έφθασε στην αυλή μας. Ήρθε το δικό μας μουλάρι, το δικό μας ζώο. Το ζώο στο χωριό είναι η ζωή της οικογένειας. Η οικογένειά μου από τότε που μας πήρανε το άλογο στην επίταξη δεν είχε δικό της ζώο, ούτε γαϊδούρι δεν κατάφερε ν` αποκτήσει ο πατέρας μου, κι έτσι ήταν αναγκασμένος να δουλεύει μεροκάματο στους συγχωριανούς του που είχαν ζώο για να του σπείρουν τα χωράφια του. Η ανέχεια αυτή του ζώου μας έκανε να πούμε το ψωμί ψωμάκι. Τώρα είπαμε δόξασει ο θεός, θα φάμε ψωμί. Κι έτσι έγινε. Ο πατέρας μου δυνατός και το μουλάρι νέο δούλεψαν σκληρά και γέμισε το σπίτι μας σιτάρι, αραποσίτι, φασόλια και ξύλα για να μην μας κόβει το κρύο το χειμώνα. Όλα τα καλά μπορεί να έχει κανείς όταν έχει δικό του μουλάρι. Μ` αυτό ξεχέρσωσε τα βαρκά του Μπαρδίκα σπέρνοντάς τα μισικά αραποσίτι, έφτιαξε τα σπίτια στα Μαζέικα κουβαλώντας άμμο από τη Βιλιβίνα, ξύλα για να καίει ο Φούρνος της Μαρίας του Μαρόλα (Δημοπούλου) και τα τζάκια των αρχοντόσπιτων των Μαζέικων.

Και τι δεν έκανε μ` αυτό το μουλάρι. Τον Αύγουστο μετά το θερισμό και το αλώνισμα του σιταριού μετέφερε σανό από τον κάμπο της Κέρτεζης στο Μοναστήρι του Μέγα Σπηλαίου και δούλευε στη σταφίδα πότε του Μπέσκου και πότε του Σταυρόπουλου στο Αίγιο. Παράλληλα μεγαλώσαμε κι εμείς και τον βοηθούσαμε όταν δεν είχαμε σχολείο. Πράγματι μ` αυτό το μουλάρι ανασάναμε. Ανάμεσα στον πατέρα μου και σ` αυτό είχε δημιουργηθεί μια σχέση αλληλοσεβασμού και εκτίμησης. Όταν το καταλάβαινε πως είχε κουραστεί, σταματούσε την όποια δουλειά κι αν έκανε, το ξεσαμάρωνε, το άφηνε να κυλιστεί στο χώμα, του έβαζε να φάει. Κι όταν αυτό ξεκουραζότανε πήγαινε κοντά του σα να του έλεγε έλα τώρα ξεκουράστηκα, να συνεχίσουμε τη δουλειά μας. Όταν πέρασαν τα χρόνια κι εμείς τα παιδιά είχαμε φύγει από το χωριό προς αναζήτηση της δικής μας τύχης, το μουλάρι μαζί με τον πατέρα μου γέρασαν και κάποια μέρα ψόφησε. Έμαθα πως έκλαψε για το χαμό του, και το πιστεύω αυτό γιατί και εμένα μου ήρθε ένας κόμπος στο λαιμό μου όταν το έμαθα. Το έθαψε στον Αϊ Νικόλα για να μην το φάνε τα σκυλιά όπως συνέβαινε με όλα τα ζώα του χωριού. Ήταν το μουλάρι μας, ο Κοκκίνης μας, η Ζωή μας.

Οι Γερμανοί στο Χωριό

Φεύγοντας οι Γερμανοί και τελειώνοντας τα Δεκεμβριανά αποκαταστάθηκε η ηρεμία παντού. Τα σχολεία άνοιξαν και όλα τα παιδιά γύρισαν στα θρανία τους. Στο σχολείο του χωριού μου τότε πήγαιναν πάνω από σαράντα παιδιά. Δάσκαλος ξαναγύρισε ο ίδιος που ήταν πριν από τον πόλεμο, δηλαδή ο νουνός μου Κων. Βουρλής από του Φίλια. Ήρθε η ΟΥΝΤΡΑ. Μας δώσανε ρούχα και τρόφιμα, στο σχολείο κάθε μέρα φτιάχναμε γάλα, το γάλα ήταν σε σκόνη. Μας έδιναν και καραμέλες και φαγητά σε κονσέρβες. Τη διανομή του ρουχισμού την είχαν αναλάβει οι μεγάλες κεφαλές του χωριού. Η διανομή ήταν άνιση. Οι συγγενείς των μελών της επιτροπής έπαιρναν τη μερίδα του λέοντος. Για τον καθένα της επιτροπής είχαν κι ένα παρατσούκλι. Παράλληλα με την ΟΥΝΤΡΑ άνοιξε και η Αμερική. Χαράς ευαγγέλια όσοι είχαν δικούς τους ανθρώπους στο Αμέρικα, όπως χαρακτηριστικά αποκαλούσαν την Αμερική τότε. Τα δολάρια και τα δέματα με ρουχισμό άρχισαν να έρχονται σαν βροχή.

Εμείς δυστυχώς δεν είχαμε κανέναν στην Αμερική, κάτι ξαδέρφια της Μάνας μου δεν μας θυμήθηκαν, " Ας είναι καλά" έλεγε. Ευτυχώς τότε για μας αναγνωρίστηκε από το Κράτος η απόδειξη του αλόγου μας που είχαν πάρει στην επίταξη. Έτσι κλήθηκε ο Πατέρας μου να πάει στην Πάτρα για να παραλάβει ένα μουλάρι. Από το χωριό μόνον τρεις πήρανε μουλάρια, Ο πατέρας μου, Ο Θανάσης ο Κόλλιας και ο Βασίλης ο Λαΐνης. Στο διάστημα αυτό, δηλαδή αμέσως μετά την κατοχή, είχε παντρευτεί και η αδερφή του πατέρα μου, η Μαγδάλω με τον Μήτσο τον Μπερτσουκλή τον γιο του Ρακαντάνη, και εγκαταστάθηκε στην Πάτρα στο βομβαρδισμένο σπίτι, κληρονομιά του οποίου είχε και ο πατέρας μου μερίδιο. Αυτό το μερίδιο το πούλησε στην αδερφή του και με τα χρήματα που πήρε, πλήρωσε την τράπεζα για το μουλάρι και με τα υπόλοιπα αγόρασε δύο γίδες.

Για να πάει στη Πάτρα, πήγε μέχρι τα Καλάβρυτα με κάποιο φορτηγό και από κει με το τρένο. Παίρνοντας το μουλάρι δεν του είχαν απομείνει χρήματα για να το φέρει με το τρένο μέχρι τα Καλάβρυτα και από κει μέχρι το χωριό είτε με κανένα φορτηγό είτε με τα πόδια, γι` αυτό αποφάσισε να το φέρει από την Πάτρα με τα πόδια. Πήρε λοιπόν την δημοσιά και προχωρούσε. Το μουλάρι δεν ήταν στρωμένο και δεν δεχότανε να το καβαλικέψει, έτσι το έφερνε τραβώντας ποδαράτο. Μαθημένο αυτό από τα αυτοκίνητα ακολουθούσε την κατεύθυνση των αυτοκινήτων. Όταν λοιπόν το αυτοκίνητο πήγαινε προς την κατεύθυνση που πήγαινε ο πατέρας μου το μουλάρι ακολουθούσε μια χαρά, αν όμως το αυτοκίνητο πήγαινε αντίθετα το μουλάρι γύρναγε πίσω και εκεί ήταν το δράμα. Για να αποφύγω το πισωγύρισμα του μουλαριού, μας έλεγε, όταν έβλεπα από μακριά να έρχεται αυτοκίνητο έβγαζα το σακάκι μου και το έριχνα στο κεφάλι του καλύπτοντάς του έτσι τα μάτια για να μην βλέπει. Η ταλαιπωρία του ήταν τόσο μεγάλη που είχε κάνει και κάποιο τάμα στον άγιο Δημήτριο του Χωριού. Το τάμα του που δεν το πραγματοποίησε και που το εξομολογήθηκε στον γιο του και αδερφό μου Παπά λίγο πριν πεθάνει ήταν " Να γυρίσει τρία χωριά ζητιανεύοντας και το προϊόν να το δώσει στην εκκλησία". Μετά το θάνατό του και σε συζήτησή μας με τον αδερφό μου, μου αποκάλυψε την εξομολόγηση και αποφασίσαμε να δώσουμε κάποιο ποσό για να ησυχάσουμε την ψυχούλα του. Τούτο και έγινε.

Άλλο περιστατικό στη διαδρομή με το μουλάρι ήταν και τούτο. Στη Χαλανδρίτσα νύχτωσε και πήγε να κοιμηθεί σ` ένα πανδοχείο (Ξενοδοχείο κοντά στο δρόμο) εκεί συναντήθηκε και με έναν άλλο συνταξιδιώτη του.
- Γεια σου ρε πατριώτη, βλέπω πως πήρες μουλάρι τεφαρίκι.
- Κι εσύ δεν πας πίσω και το δικό σου φαίνεται καλό και δυνατό, του απαντάει ο πατέρας μου. Δεν ξέρω για σένα αλλά εμένα με έχει πάρα μα πάρα πολύ ταλαιπωρήσει με τα αυτοκίνητα που πάνε προς τα πίσω.

- Να κι άλλος ταλαιπωρημένος κι εγώ έλεγα ότι μόνο έμένα κούρασε τόσο πολύ αυτό το μουλάρι. Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά θα περάσουν και θα τα ξεχάσουμε. Πως σε λένε?

-Γιάννη Θεοδώνη. Εσένα?
-Σφυρή και λέω να κοιμηθώ και να σηκωθώ μια ώρα νύχτα να φύγω για να μη με φάει ο ήλιος στην ανηφόρα. Άμα θες κι εσύ έλα να πάμε παρέα.

Ακούγοντας ο πατέρας μου το όνομα Σφυρής θυμήθηκε πως κάποιος με το ίδιο όνομα είχε κλέψει το ευαγγέλιο από το Μοναστήρι της Άγιας Λαύρας και ο οποίος το επανέφερε. Το ευαγγέλιο αυτό είναι δώρο της Μεγάλης Αικατερίνης της Ρωσίας. Φοβούμενος μην είναι ο ίδιος Σφυρής και του κλέψει το μουλάρι, κοιμήθηκε έξω κοντά σ` αυτό κρατώντας το μάλιστα και από το καπίστρι και τον έκοψε το κρύο όλη τη νύχτα, ενώ ο Σφυρής κοιμήθηκε μέσα στη φωτιά σαν Πασάς. Τέλος έδωσε ο θεός και το έφερε.

Παιδικές σκανδαλιές

Μη μου πει κανείς πως υπάρχει παιδί στον κόσμο που να μην έκανε σκανταλιές ή που να μη λαχτάρισε τους γονείς του γιατί θα πει ψέματα οπωσδήποτε. Κάθε παιδί και περισσότερο αγόρι θα κάνει τις ζαβολιές του ή τις απερισκεψίες του, έτσι και εγώ δεν μπορούσα να ξεφύγω από τον κανόνα, όταν μάλιστα ήμουν ή με θεωρούσαν ζωηρό. Απέναντι από το σπίτι μας, στου Σούφη τη βρύση, είχε κήπο ο Αλέξης ο Ζαφειρόπουλος. Σ` αυτόν τον κήπο η μάνα μου είχε φυτέψει καρμπολάχανα και μια μέρα τα πότιζε, με είχε κι εμένα μαζί της γιατί ήμουν πολύ μικρός. Το περιστατικό δεν το θυμάμαι, αλλά μου το διηγιόταν η ίδια. Στο πάνω μέρος του κήπου ήταν μια μικρή γούρνα που μάζευε νερό από τη βρύση του Σούφη. Η Μάνα μου έπαιρνε νερό με έναν κουβά από τη γούρνα και πότιζε τα λάχανα. Σε κάποια στιγμή ασχολήθηκε με κάτι άλλο και άφησε τον κουβά, εγώ ο καλός σου παίρνω τον κουβά και πάω να βγάλω νερό από τη γούρνα μιμούμενος τη Μάνα μου, γέμισε ο κουβάς και με τράβηξε μάσα στη γούρνα. Η Μάνα μου, θες από έγνοια θες από ένστικτο για το παιδί, γύρισε το κεφάλι της και με βλέπει μέσα στη γούρνα να πνίγομαι. Ω? συμφορά της φώναξε και τρέχει, με βγάζει έξω και με γυρίζει ανάποδα να βγάλω το νερό που είχα καταπιεί, έτσι τη γλίτωσα από βέβαιο πνιγμό. Τη δεύτερη λαχτάρα στους γονείς μου την έδωσα λίγο πριν τον πόλεμο, γιατί συνέβη με το άλογό μας. Το άλογο το είχε ο Πατέρας μου έξω στην πλακόστρωτη αυλή μας και του είχε ρίξει χορτάρι να φάει. Εγώ είδα κοντά, στα πίσω πόδια του αλόγου ένα μικρό σανιδάκι γύρω στους είκοσι επί δέκα πόντους το υπολογίζω τώρα, γιατί μου έκανε να φτιάξω παγίδα για πουλιά. Σκύβω και πάω σιγά-σιγά να το πάρω, πρέπει να ήμουν πολύ κοντά στα πόδια του. Το άλογο ήταν πολύ ζηλιάρικο ιδιαίτερα όταν έτρωγε δεν ήθελε κανέναν κοντά του εκτός από τον πατέρα μου, νιώθοντάς με λοιπόν πίσω του με κλώτσησε. Η οπλή του αλόγου με βρίσκει στο κεφάλι, η κλωτσιά δεν ήταν δυνατή γιατί ήμουν πολύ κοντά του, δεν μου άνοιξε πληγή αλλά μου γούβωσε το κόκαλο προς τα μέσα. Οι φωνές μου έβγαλαν τη μάνα μου έξω, κλάμα, φωνές κακό. Στο Χωριό συμπτωματικά βρέθηκε ο γιατρός Ανδριανόπουλος από τα Μαζέικα και τον φέρνουν στο σπίτι, μόλις με βλέπει κουνάει το κεφάλι του και λέει" Αν ο οργανισμός του παιδιού γυρίσει το κόκαλο προς τα έξω τη γλίτωσε αλλιώς φοβάμαι πως θα κουφοβρωμίσει και θα πεθάνει". Την επομένη ημέρα εγώ έπαιζα έξω με τα άλλα παιδιά. Πάντως έχω τα σημάδια του πετάλου στο κεφάλι μου.

Άλλη μια φορά, πρέπει να ήταν τέλος Σεπτέμβρη ή αρχές Οκτώβρη βρίσκομαι στον Αϊ Νικόλα στο χωράφι, είχα δεν είχα παπούτσια δεν θυμάμαι, πάντως ήμουν ξυπόλητος, πέρα από τις άλλες δουλειές που ενδεχομένως να έκανα έβγαλα νερό από το πηγάδι με τον κουβά και πότισα το περιβόλι μας. Κάνοντας αυτή τη δουλειά άφησα τα χνάρια μου στο βρεγμένο χώμα γύρω από το πηγάδι, χωρίς να σκεφτώ, παίρνω την απόφαση να πάω στου Μπαρδίκα για καρύδια. Λέγοντας στου Μπαρδίκα, είναι μια περιοχή τρία τέταρτα της ώρας μακριά, ιδιωτικός ποτιστικός κάμπος. Σ` αυτόν τον κάμπο ο Πατέρας μου είχε σπείρει αραποσίτι μισιακό στης χήρας Φώταινας του Μπαρδίκα τα χωράφια που είχαν και καρυδιές. Φεύγοντας από τον Αϊ Νικόλα δεν ειδοποίησα κανέναν ότι θα πάω εκεί γιατί δεν ήταν κανένας στο χωράφι αλλά και αν ήταν δεν ξέρω αν θα τους το` λεγα. Πηγαίνοντας ο Πατέρας μου στο περιβόλι ψάχνει να με βρει. Φωνάζει ξανά φωνάζει τίποτα, καμιά απάντηση, βλέπει τις πατημασιές μου γύρω από το πηγάδι και το περιβόλι ποτισμένο τον ζώνουν τα φίδια από φόβο και αρχίζει να ανησυχεί, περνάει από το μυαλό του πρώτα το κακό. Παίρνει ένα μακρύ ξύλο και αρχίζει να το βυθίζει στο νερό του πηγαδιού μήπως και είμαι πνιγμένος. Αφού δεν διαπίστωσε κάτι δυσάρεστο ηρέμησε και περίμενε να ξαναφανώ από καμιά μεριά. Έπεσε ο ήλιος και άρχισε να σουρουπώνει και να σου εγώ εμφανίζουμε με ένα ταγαράκι στον ώμο εμάτο καρύδια. Με άφησε να πάω κοντά του χαρούμενος ότι του πήγα καρύδια και ότι του πότισα το περιβόλι αλλά αντί για εύγε με πιάνει από το αυτί και ποίος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε. Τότε του θύμωσα πολύ, μα ύστερα τον δικαιολόγησα για τη λαχτάρα που του έδωσα κάνοντας αυτή την απερίσκεπτη πράξη.

Αποφασίζουμε άλλη μια φορά κανά πεντάρι παιδόπουλα. Εγώ, ο Λιάς του Σωτήρη του Πράπα, ο Δημήτρης του Πανάγου του Παμά (Παπασημακόπουλος) ο Βασίλης του Τσαμένου (Σακελλαρόπουλος) και τον πέτο δεν τον θυμάμαι, μήνα Μάη να πάμε στον καλογερικό κάμπο να φάμε μούρα και να μαζέψουμε κουκουναρομύγδαλα από τις κουκουναριές. Τον κάμπο της κατσάνας τον είχε στη δικαιοδοσία του το μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου και τον καλλιεργούσαν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό Τσορωταίοι (Λευκάσιοι) τον υπόλοιπο τον καλλιεργούσαν Κρυνοφιτινοί και Λυκουριάτες. Θυμάμαι το χωράφι του πατέρα μου "τον Ταρζανά" όπως το αποκαλούσαν. Δίπλα σ` εκείνο το χωράφι ήταν μια μουριά που έκανε άσπρα πεντάγλυκα μούρα και πιο πάνω στο παλιομέτοχο που ήταν χαλάσματα, εκεί βρισκόντουσαν ποίος ξέρει πόσα χρόνια, τρεις πανύψηλες κουκουναριές, τόσο ψηλές που πετούσαμε κατακόρυφα πέτρα και δεν έφθανε ούτε στη μέση του κορμού τους. Μαζεύαμε μύγδαλα από τα κουκουνάρια που πέφτανε και τα τρώγαμε. Έτσι μ` αυτό το σκεπτικό φύγαμε για τον κάμπο μια ώρα και βάλε από το χωριό. Φθάνοντας εκεί και αφού φάγαμε μούρα και μύγδαλα μας άνοιξε η όρεξη να περάσουμε απέναντι από το ποτάμι τον Αρωάνιο που σημειωτέον κατέβαζε μπόλικο νερό τον Μάιο Μήνα, να συμπληρώσουμε το γεύμα μας με κουκιά από το περιβόλι του Χάλλα. Ο Λιάς και ο Δημήτρης γνώριζαν ένα παιδί του Χάλλα που το όνομα του δεν το θυμάμαι, του φώναξαν και αυτός μας υπέδειξε ένα πλάτωμα του ποταμού που το νερό απλωνότανε και ήταν βατό και μας είπε να πιαστούμε χέρι-χέρι και να περάσουμε, πράγμα που κάναμε Φάγαμε κουκιά και κάποια στιγμή έπρεπε να γυρίσουμε. Μας συνοδεύει το παιδί μέχρι το σημείο του ποταμού που περάσαμε. Οι άλλοι πιάνονται χέρι-χέρι όπως και πριν και περνάνε, εγώ είτε θες φοβήθηκα είτε ήθελα να δείξω πως δεν φοβάμαι το ποτάμι δεν πιάστηκα με τους άλλους και προσπάθησα να το περάσω μόνος μου, όταν έφτασα στη μέση του ποταμού, που σημειωτέον το νερό παγωμένο και ορμητικό μας έφτανε πάνω από τα γόνατα, κοιτάζω κάτω και βλέπω να παρασύρονται τα χαλίκια από το νερό, σαστίζω, ζαλίζομαι και κωλοκάθομαι στο νερό το οποίο με παρασύρει προς τα κάτω που γινότανε πιο ορμητικό και επικίνδυνο. Τότε το παιδί του Χάλλα πέφτει στο ποτάμι, με πιάνει και με βγάζει στην απέναντι μεριά δηλαδή με γλίτωσε από βέβαιο πνιγμό.

καραβώσουμε το λιγοστό νερό του ρέματος με κλαδιά από ντούσκο, να σχηματιστεί μία γούρνα. Κόβουμε κλαριά από τα δέντρα καραβώνουμε το νερό, σχηματίζεται μία μικρή λίμνη και μπαίνουμε να κάνουμε το πολυπόθητο μπάνιο, μα το χώμα της περιοχής ήταν άσπρο και μπαίνοντας μέσα και ανακατεύοντας το θόλωσε και έγινε κάτασπρο που αντί να πλυθούμε γίναμε σαν τα γουρουνόπουλα που κυλιούνται στη λάσπη. Τέλος πάντων πλυθήκαμε όπως-όπως και γυρίσαμε στο χωριό πριν πέσει ο ήλιος. Εγώ ο καλός σου που δεν είχα πει σε κανέναν που θα πήγαινα όλη την ημέρα δεν πήγα κατ` ευθείαν στο σπίτι αλλά ανέβηκα στις συκιές του Παμά που ήταν απέναντι από το σπίτι μας για να με δει η Μάνα μου και να με φωνάξει να μαζευτώ στο σπίτι. Κατά κακή μου τύχη όμως στο σπίτι ήταν ο Πατέρας μου, η Μάνα μου είχε πάει με το βαρέλι στη βρύση του χωριού να φέρει νερό. Με βλέπει ο Πατέρας μου και με φωνάζει άγρια να πάω εκεί. Βέβαια από τον τόνο της φωνής του κατάλαβα πως δεν θα περάσω καλά πηγαίνοντας αλλά έπρεπε να πάω και πήγα. Χωρίς να μου πει καμιά κουβέντα, με με περιλαμβάνει με μια βέργα από κορομηλιά και με έδερνε μέχρι να έρθει η Μάνα μου από το σπίτι του Μαστρο-Γιώργη, να κατεβάσει το βαρέλι από την πλάτη της και να με γλιτώσει. Έφαγα της χρονιάς μου. ( Είχε δίκαιο).

Σταχυολόγησα μερικές μου σκανταλιές και αμυαλοσύνες από την πληθώρα που έχω κάνει στην παιδική μου ηλικία για δείξω ότι κι εμείς που λέμε σήμερα στα παιδιά μας ότι είμαστε πρότυπα παιδιών δεν είμαστε και τόσο άγιοι όσο θέλουμε να παρουσιαζόμαστε. "Θυμήσου τα δικά σου και συχώρα τα παιδιά σου." λέει η σοφή λαϊκή παροιμία και είναι πέρα για πέρα αληθινή.