Ά ν ο ι ξ η
Ξετρελαίνεται η φύση απ τη νιότη
που γεννιέται στα σπλάχνα της.
Νιογέννητο πουλάκι που σκάει
το τσόφλι του αυγού με τη μύτη του,
και προβάλλει δειλό και φοβισμένο
στο χαδιάρικο φως της μέρας.
Η πεταλούδα που βγαίνει απ το κουκούλι
αφήνοντας την παλιά της κατοικία
τη φωλιά του μεταξοσκώληκα.
Ξαναγεννιέται ο πεθαμένος κόσμος
και ντύνεται τα γιορτινά του.
Είναι η ζωή που βγαίνει από το θάνατο
του αλύγιστου γεροχειμώνα
Δειλή και ντροπαλή η ροδαυγή
στο χάραμα προβάλλει..
Η ατέλειωτη νύχτα της σιωπής
παραχωρεί το θρόνο της στ΄αηδόνι,
στην πέρδικα ,στον κότσυφα και στον πετρίτη
κι όλα μαζί κάθε πρωί υμνούν
μ’ ολόγλυκο μυριόκαλο τραγούδι
τον Πλάστη και δημιουργό της μας Γης.
Άνοιξη.
Χαρά θεού. Τα λούλουδα σκορπούν
μεθυστικά αρώματα
και μες του μεθυσιού την τρέλα
τα’ αρνάκια τρέχουν και πηδούν
στο πράσινο λιβάδι,.
Ρουφούν και χαίρονται τον ήλιο
που τα ζεσταίνει στοργικά
Η Περσεφόνη παράτησε την κλέφτρα.
. και άσπλαχνη αγκαλιά του Πλούτωνα
κι ανέβηκε στη Γη να δώσει την αρχή
στα ζευγαρώματα της αγάπης.
Στις φλέβες του κάθε νιου ξεχειλίζει ομ έρωτας
και τα μάγουλα της νιας στάζουν καθάριο αίμμα.
Η Μέλισσα αλάθευτη πάντα προξενίτρα
γυρνά αδιάκοπα στα λούλουδα του χωραφιού
μα και του κήπου και δένει με τον έρωτα
την μεταξύ τους αιώνια αγάπη.
Στο ξεψύχισμα της νύχτας όλα αλλάζουν μονομιάς.
Δθο σταγόνες σωστά μαργαριτάρια κρυφογελούν
από χαρά στο ροδαλό τριαντάφυλλο.
Σε λίγο ξεπροβάλλει του κήπου η κόρη
κι εκεί που σκύβει και φιλεί
το άνθος τ΄ανοιγμένο,
αυτές αγκίζουνε τα χείλη της
κι ενώ πεθαίνουν λεν γλυκά
«Δέξου Κυρά την Άνοιξη»
Ξετρελαίνεται η φύση απ τη νιότη
που γεννιέται στα σπλάχνα της.
Νιογέννητο πουλάκι που σκάει
το τσόφλι του αυγού με τη μύτη του,
και προβάλλει δειλό και φοβισμένο
στο χαδιάρικο φως της μέρας.
Η πεταλούδα που βγαίνει απ το κουκούλι
αφήνοντας την παλιά της κατοικία
τη φωλιά του μεταξοσκώληκα.
Ξαναγεννιέται ο πεθαμένος κόσμος
και ντύνεται τα γιορτινά του.
Είναι η ζωή που βγαίνει από το θάνατο
του αλύγιστου γεροχειμώνα
Δειλή και ντροπαλή η ροδαυγή
στο χάραμα προβάλλει..
Η ατέλειωτη νύχτα της σιωπής
παραχωρεί το θρόνο της στ΄αηδόνι,
στην πέρδικα ,στον κότσυφα και στον πετρίτη
κι όλα μαζί κάθε πρωί υμνούν
μ’ ολόγλυκο μυριόκαλο τραγούδι
τον Πλάστη και δημιουργό της μας Γης.
Άνοιξη.
Χαρά θεού. Τα λούλουδα σκορπούν
μεθυστικά αρώματα
και μες του μεθυσιού την τρέλα
τα’ αρνάκια τρέχουν και πηδούν
στο πράσινο λιβάδι,.
Ρουφούν και χαίρονται τον ήλιο
που τα ζεσταίνει στοργικά
Η Περσεφόνη παράτησε την κλέφτρα.
. και άσπλαχνη αγκαλιά του Πλούτωνα
κι ανέβηκε στη Γη να δώσει την αρχή
στα ζευγαρώματα της αγάπης.
Στις φλέβες του κάθε νιου ξεχειλίζει ομ έρωτας
και τα μάγουλα της νιας στάζουν καθάριο αίμμα.
Η Μέλισσα αλάθευτη πάντα προξενίτρα
γυρνά αδιάκοπα στα λούλουδα του χωραφιού
μα και του κήπου και δένει με τον έρωτα
την μεταξύ τους αιώνια αγάπη.
Στο ξεψύχισμα της νύχτας όλα αλλάζουν μονομιάς.
Δθο σταγόνες σωστά μαργαριτάρια κρυφογελούν
από χαρά στο ροδαλό τριαντάφυλλο.
Σε λίγο ξεπροβάλλει του κήπου η κόρη
κι εκεί που σκύβει και φιλεί
το άνθος τ΄ανοιγμένο,
αυτές αγκίζουνε τα χείλη της
κι ενώ πεθαίνουν λεν γλυκά
«Δέξου Κυρά την Άνοιξη»
2-12-63
No comments:
Post a Comment