o ορθός λόγος είναι γνώση
Wednesday, June 27, 2007
Sunday, June 17, 2007
Άγχος και Ζωή
Πέρασε στ’ Αρχονταρίκι
κάθισε στον καναπέ.
Στη Φωτιά βάζω το μπρίκι,
για να φτιάξω τον καφέ.
Κι ως που εγώ να τον σερβίρω,
για να μην νιώθεις μονάχος,
κοίταξε εκεί τριγύρω,
θένα βρεις ένα βιβλίο,
που μιλάει για το Άγχος.
Άνοιξε και διάβασε το,
κι’ ώς που να' ρθω να μου πεις,
Άγχος και Ζωή πάνε πακέτο,
Ή το ένα τρώει τ’ άλλο;
και γεννά προϋποθέσεις,
της καρδιάς γι’ ανακοπή
Νυχτοφύλακας
Γουβωμένα τα μάτια απ της νύχτα το διάβα,
και χλομό το πρόσωπο με μια ρυτίδα βαθιά
Η νύχτα φτερουγίζει στα βλέφαρα.
αναπολώντας σπιτίσια ζεστασιά.
Ξεπροβάλλει ο της νύχτας απόμαχος
με κουρασμένη ;αλλά σταθερή περπατησιά
ζηλεμένο παράστημα και αητίσια ματιά.
Τη Νύχτα την πέρασε μόνος
σαν κυνηγός στο καραούλι,
με παρέα τα θολά σύννεφα
ή τη ζηλευτή αστροφεγγιά.
Που ήταν; τι έκανε όλη τη νύχτα;
γιατί ξάγρυπνος απόψε και κάθε βράδυ;
Θα το θελε πολύ να ξαπλωθεί σε στρώμα,
μα η εργασία το καλεί ν’ αντισταθεί
στης φύσης τη ρουτίνα.
Είναι κι αυτή λειτούργημα
δεν την παραμελεί.
Γι αυτόν η νύχτα γίνεται ημέρα.
Έτσι θα προλάβει τους δολειοφθορείς
που σκοπό τους έχουν να χαλούν
και να καταστρέφουν κάθε τι καλόν
Και καθώς παραδίδει στον άλλον
βαθιά στο πρόσωπο η ικανοποίηση
είναι ζωγραφισμένη.
Φεύγει με ανάλαφρη καρδιά,
πως κι απόψε πέρασε μια ήσυχη βραδιά.
Σε λίγο θα παραδώσει στον ύπνο την κούραση
για να συνεχίσει με όρεξη τη νέα Νυχτιά.
Το Πανέρι Του Ζωγράφου
Πινελιές με σκούρο χρώμα
σε πανί ξεθωριασμένο
έσυρε ζωγράφου χέρι,
κι όπως ήταν προς το χώμα
το κεφάλι του σκυμμένο,
σκέφτηκε ένα πανέρι
να τυπώσει στο πανί του.
Μα…σε δίλημμα πλανιέται,
τι να βάλλει στο πανέρι.
Αγριολούλουδα απ τη φύση;
Ή η φύση ότι αφήσει ,
απ τη ζήση τη δική του;
Κι έτσι όπως συλλογιέται
μια ιδέα συλλαμβάνει
και τη σκέφτεται σωστά.
Στο πανέρι του θα βάλλει
λίγα ανθρώπινα οστά.
Είναι τα μόνα που απομένουν
από τους τόσους που πεθαίνουν.
1963
Τσιγγάνα
Ένα γαρούφαλο,στολίδι,
πλεγμένο στα μαύρα της μαλλιά.
Στα χέρια της τσαχπίνικα
κρατάει το τσιγάρο.
Στην πλάτη ταγάρι με τα μαγικά.
-Το μοίρα σου να πω αγόρι…..
Ξεδιάντροπο το βλέμμα,
το στήθος φουσκωτό προβάλλει.
-Ασήμωσε και θα δεις τα σύννεφα
που πλακώνουν την καρδιά σου….
Χαμόγελο σπαστό , φλογάτο νάζι
διαχυτικό και τολμηρό.
-Μάγια σου κάνανε………….
Ένα φραγκάκι…..Τι φωτιά σου αγόρι…
Τα μάτια σπιθίζουν απ τη λαμπράδα.
Η μέση δαχτυλίδι.. Το φουστάνι φαρδύ.
-Το μοίρα σου να πω αγόρι…..
δώσε κάτι να χαρείς….Μια ξανθιά
βλέπω στα μάτια σου να σε βασανίζει.
-Εσύ χρυσή καρδιά….Τη φωτιά σου αγόρι…
Απάντηση δεν παίρνει, κι όμως εξακολουθεί.
-Το μοίρα σου εγώ θα πω κι ας……
-Τσιφούτης είσαι;
Ένα τάλιρο στο χέρι πέφτει.
Τον κοιτάζει, του χαμογελά
μ’ ένα κλείσιμο στο μάτι,
μια στροφή αεράτη,
τα νάζια της αλλού να κάνει.
5-8 -63
Ένα κομμάτι Ουράνιο Χρώμα
Απ της αυγής το βελουδένιο χρώμα,
ένα κομμάτι,
έπεσε στης Γης το σκούρο χώμα.
Το είδε ξύπνιο μάτι,
κι έτρεξε κρατώντας πλεχτό πανέρι,
να το μαζέψει.
Στη γιορτή μου θέλει , δώρο να το φέρει
να με πλανέψει.
της καρδιάς μου την πόρτα ανοίγει,
και με πλανεύει.
Μ ‘αμέτρητα φιλιά με πνίγει,
και με μαγεύει.
Κι από τότε δεν ξανάρθε,
το πανέρι εμαράνθη.
Η αγάπη του περαστικό αέρι,
εχάθει.
Μα εγώ το περιμένω κι αν είναι ψέμα,
να φανεί.
.Ν’ αντικρίσω της ματιάς του ένα βλέμμα
κι ας ξαναxaθεί.
28-12-63
Μην Ξανάρθεις
Μην Ξανάρθεις
Κι αν ξαναγυρίσεις , της πόρτας τα κλειδιά
τα έχει άλλος..
Θα είναι ο καιμός μεγάλος,
στη στράτα μου αν θα προβάλλεις μια βραδιά.
Ναι το ξέρω θα πονέσω,
κι αγιάτρευτη θ’ ανοίξει μια πληγή.
Μα… θα μπορέσω.,
να διώξω κάθε σκέψη, και θα τηρήσω τη σιγή,
που σου αξίζει.
Μη θελήσεις να μαράνω
αυτό που μέσα μου ανθίζει.
Καλύτερα θα είναι να πεθάνω……..
Όχι, Όχι, να μην Ξαναρθείς.
30-12-63
Σε Μια Στιγμή
Σε ένα λόγο που είπανε για σένα
νιώθεις το αίμα σου να κοχλάζει,
κοκκινίζεις, φουσκώνεις, σαν γάλος.
ξεσπάς σε αντίλογο ανάρμοστο
στο ήθος το δικό σου.
Και ύστερα από μια στιγμή
καταλαβαίνεις τι έκανες.
Αισθάνεσαι τα συντρίμμια του κορμιού σου
που τα’ άφησε η μπουλντόζα της λογικής
στο πέρασμά της
Θλίβεσαι για ότι έγινε εκείνη τη στιγμή
και προσπαθείς με κάθε τρόπο,
να μετριάσεις τη θλίψη σου.
ψάχνεις να βρεις, του κάκου ελαφρυντικό.
Μα …καταλήγεις στο γιατί…………….
12ος 1963
Μια σου Ματιά
Μια περδικομάτα λυγερή ήρθε χθες
και χτύπησε με μια ματιά την πόρτα
της καρδιά μου.
Όσο βουβό κι αν ήτανε το μίλημα της κόρης,
πολλά της είπε, ;αμέτρητα λόγια λάγνα.
Μα πριν καλά , καλά περάσει το κατώφλι
έφυγε, η κόρη χάθηκε στου κόσμου την πλημμύρα
Που πήγε; που κρύφτηκε λοιπόν;
γιατί τότε χτύπησε την πόρτα μιας καρδιάς,
που δεν είχε σκοπό να μπει μέσα;
Άκαρδο κι άπονο το χόμπι σου νεράιδα.
Ήσουν όμορφη, μα πριν προφθάσω μήλο
να κόψω από τις κλάρες σου εχάθεις,
σαν ξωθιά νεραϊδογέννητη.
Σ’ αναζητώ στη σκέψη μου
στα μυριόκαλα τραγούδια που σου ψάλω.
Έλα κοντά μου έστω μια φορά
να γιατρευτεί ο καιμός πούχω. για σένα
Μια σου ματιά να έπαιρνε η καρδιά μου
σαν τη πρώτη ματιά σου τη λάγνα
που την έκανε παράξενα ακόμα να χτυπά.
Μην ήσουν όνειρο κι έσβησες στο φως της μέρας;
Αέρας μην ήσουν και σύννεφο περαστικό;
Γοργόνα κι εχάθεις στου βυθού τα μαύρα σκότη;
Ότι κι αν ήσουν , έλα μονάχα μια φορά
και φευγαλέα ρίξε μου την πρώτη σου ματιά,
έλα σε περιμένω και θα σε περιμένω πάντα.
Μην αργείς να χαρείς , Έλα.
12ος 1963
Νύχτα Παράνομη
Ατέλειωτη νύχτα σκοτεινή.
Μαύρη νύχτα σαν του χάρου
τις μαύρες φτερούγες.
Πέτρα βαριά που πλακώνεις με δύναμη
τις καρδιές των Ανθρώπων,
τους κλείνεις τα μάτια
που έχουν το φως της ζωντάνιας.
Νύχτα:
Άχαρη στο πέρασμά σου
σφαλίζουν Πόρτες και παράθυρα
μόνο για χάρη σου.
Είσαι παράνομη και νόμοκαταλύτρα.
τον ερχομό σου περιμένει το άδικο
για να απλώσει το χέρι του
στο μήλο του Παράδεισου.
Ζητάς παράνομους έρωτες, διαρρήξεις
κλεψιές, απάτες προστυχιές. .
Φυλλορροεί του Ξύπνιου η καρδιά
σα να πρόκειται να δαγκωθεί
με πυρωμένη τανάλια,
και ζητά στο περίστροφο
τη δική του ασφάλεια
Η Νεκρική σιγή σου σπέρνει
το φόβο και την απελπισιά.
Ατέλειωτη Νύχτα ,σαν του Χάρου
τις μάυρες φτερούγες,
Φύγε όσο μπορεί πιο γρήγορα,
γίνου μικρή πολύ μικρή
μια ώρα.
12ος 1963
Άνοιξη
Ξετρελαίνεται η φύση απ τη νιότη
που γεννιέται στα σπλάχνα της.
Νιογέννητο πουλάκι που σκάει
το τσόφλι του αυγού με τη μύτη του,
και προβάλλει δειλό και φοβισμένο
στο χαδιάρικο φως της μέρας.
Η πεταλούδα που βγαίνει απ το κουκούλι
αφήνοντας την παλιά της κατοικία
τη φωλιά του μεταξοσκώληκα.
Ξαναγεννιέται ο πεθαμένος κόσμος
και ντύνεται τα γιορτινά του.
Είναι η ζωή που βγαίνει από το θάνατο
του αλύγιστου γεροχειμώνα
Δειλή και ντροπαλή η ροδαυγή
στο χάραμα προβάλλει..
Η ατέλειωτη νύχτα της σιωπής
παραχωρεί το θρόνο της στ΄αηδόνι,
στην πέρδικα ,στον κότσυφα και στον πετρίτη
κι όλα μαζί κάθε πρωί υμνούν
μ’ ολόγλυκο μυριόκαλο τραγούδι
τον Πλάστη και δημιουργό της μας Γης.
Άνοιξη.
Χαρά θεού. Τα λούλουδα σκορπούν
μεθυστικά αρώματα
και μες του μεθυσιού την τρέλα
τα’ αρνάκια τρέχουν και πηδούν
στο πράσινο λιβάδι,.
Ρουφούν και χαίρονται τον ήλιο
που τα ζεσταίνει στοργικά
Η Περσεφόνη παράτησε την κλέφτρα.
. και άσπλαχνη αγκαλιά του Πλούτωνα
κι ανέβηκε στη Γη να δώσει την αρχή
στα ζευγαρώματα της αγάπης.
Στις φλέβες του κάθε νιου ξεχειλίζει ομ έρωτας
και τα μάγουλα της νιας στάζουν καθάριο αίμμα.
Η Μέλισσα αλάθευτη πάντα προξενίτρα
γυρνά αδιάκοπα στα λούλουδα του χωραφιού
μα και του κήπου και δένει με τον έρωτα
την μεταξύ τους αιώνια αγάπη.
Στο ξεψύχισμα της νύχτας όλα αλλάζουν μονομιάς.
Δθο σταγόνες σωστά μαργαριτάρια κρυφογελούν
από χαρά στο ροδαλό τριαντάφυλλο.
Σε λίγο ξεπροβάλλει του κήπου η κόρη
κι εκεί που σκύβει και φιλεί
το άνθος τ΄ανοιγμένο,
αυτές αγκίζουνε τα χείλη της
κι ενώ πεθαίνουν λεν γλυκά
«Δέξου Κυρά την Άνοιξη»
2-12-63
ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ
31η Επέτειος του Γάμου μας.
-------------------------------------
Τριάντα ένα χρόνια ο ένας πλάι στον άλλο
δίχως άλλο
χαρές και πίκρες μοιραστήκαμε μαζί.
Τριανταμία διαμαντόπετρες αξίζουν .
στα μαλλιά σου για τη χρυσή καρδιά
σου, που απλόχερα μου χάρισες στο
διάβα της ζωής.
Κάνοντας μια αναδρομή στα περασμένα χρόνια
τώρα που η πλάτη κύρτωσε και στα μαλλιά
ήρθαν τα χιόνια ,θα επαναλάβω αγάπη μου
αυτό που έλεγα τότε και φαίνονταν αστείο.
Πως κέρδισα τον πρώτο αριθμό στο Κρατικό
λαχείο.
Τριάντα ένα χρόνια είχα εγώ κι εσύ στα
είκοσι έξι, που δώσαμε υπόσχεση,
ο γάμος μας να αντέξει.
Και άντεξε και ρίζωσε και κάρπισε
βγάζοντας τρία βλαστάρια της ζωής
καμάρια.
Τα λόγια μου είναι φτωχά και χιλιοειπωμένα .
Μα πίστεψε γλυκιά μου πως
είναι απ την καρδιά μου.
Είσαι η αγάπη μου, η συντροφιά μου,
είσαι η ζωή μου, είσαι το είναι μου,
είσαι η ψυχή μου.
Της χαράς μου είσαι η χαρά, της λύπης μου
η συμπόνια .
Πορέψου όπως πορεύτηκες σε όσα μας
μένουν χρόνια.
2/10/1997
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1988
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1988
Έτος Συνταξιοδότησεώς μου.
Η επιθυμία πυρωμένο σίδερο,
σπαθί ξεγυμνωμένο, σχίζει
της καρδιάς μου τα λιβάδια.
Λαίμαργη είναι και πασχίζει, να
πάρει ότι απόμεινε από τη,
δροσιά της θύμησης.
Καταγραφές ποτέ δεν χάνονται,
δεν σβήνονται από του χρόνου
το κανάτι, όποιες κι αν είναι.
Αντίθετα οι παιδικές εικόνες
με χιλιόχρωμα λουλούδια
καμωμένες, σαν την ανοιξιάτικη
δροσιά στεγνώνουν, ξεθωριάζουν,
χάνονται.
Τούτες λιγοστές, ένα τόσο δα
μπουκέτο από στάχυα μεστά,
φτιαγμένο, διαλεγμένα από
πλαγιές και κάμπους.
Από ραχούλες δασωτές και
ξέφωτα, σπαρμένα μ’ όνειρα
για τη ζωή π’ απλώνονταν
εμπρός σου και ποτέ δεν
έγιναν χειροπιαστά.
Πουλί γοργόφτερο η ζωή
εκεί που λες πως σού 'ρχεται
κι’ απλώνεις να την πιάσεις,
σου φεύγει, χάνεται, στα χέρια
σου απομένει άσπρο μπαμπάκι,
μια χούφτα χιόνι.
Και τότε λες, πως έφτασε απόβραδο;
αφού καλά δεν πρόλαβε να φέξει
Κι’ ενώ βαθιά στη σκέψη σου,
Άσβηστο καντήλι η καταγραφή
του δικού σου διάβα απ’ τη ζωή,
περνούν τα χρόνια, κι’ ύστεραβιάζεσαι να προλάβεις τί;
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
Πέρασαν της νιότης τα χρόνια,
στα μαλλιά πέσανε χιόνια.
Ρυτίδες το πρόσωπο αυλακώνουν,
στις πλάτες καμπούρα φορτώνουν.
Αργά η μνήμη αδυνατίζει.
Σοφία το μυαλό γεμίζει.
Τα παιδιά θέλει κοντά του,
το εγγόνι στην αγκαλιά του.
Καρπός του καρπού του,
ο γιος του γιου του.
Κι’ αν έχει και τ’ όνομά του.