Η διαδρομή του βίου μου
μέσα από τη φωτογραφία
Τον Τροχό του χρόνου που αέναα γυρίζει, αν δεν τον σταματήσεις για να αποτυπώσεις πάνω στα γρανάζια του ένα οποιοδήποτε γεγονός, είτε ιστορώντας το, είτε φωτογραφίζοντάς το, πάει χάνεται και είναι σα να μη συνέβη ποτέ.
Επειδή εγώ ήθελα πολύ να κρατήσω κάτι από το διάβα του Βίου μου, συγκέντρωσα τις όποιες φωτογραφίες είχα, τις πέρασα στο κομπιούτερ, επιστράτευσα τη μνήμη μου να με βοηθήσει να προλογίσω την κάθε μια από αυτές, έτσι ώστε να σχηματιστή το βιβλίο που αναφέρεται στο κομμάτι του βίου μου, μέσω της φωτογραφίας.
Εγώ πάντως προσπάθησα, αν τα κατάφερα εσείς θα το κρίνετε.
Ζητώ την επιείκειά σας.
Γεώργιος Θεοδώνης
2014
Το χωριό μου, είτε από δορυφόρο είτε από φωτογραφίες παρουσιαζόμενο, έχει κάτι το ήρεμο, το ξεχωριστό, το γλυκό, το ακριβό, το πολύ απλό και πολύ πλούσιο μέσα στην απλότητά του.
Σύνθετο από πολλές ομορφιές και χρώματα, και αρώματα και ποικιλίες και γραμμές. Κάτι το μοναδικό και δυσκολοκέρδιστο. Σα μακρινό και φευγάτο που δεν το χορταίνεις. Που όσο το πλησιάζεις τόσο το χάνεις, τόσο το βρίσκεις ατέλειωτο και μακρινό, όπως τα σύννεφα τα ροδισμένα από τον ήλιο σα χάνεται στης Ξεροκαρύταινας τα βουνά, κάτι το πολύ μικρό μα και πολύ μεγάλο, το χαϊδευτικό και βελούδινο, κρουστό και βαθύ και απέραντο, κάτι το μυρισμένο και νοσταλγικό και σαν από τεχνίτη δουλεμένο, κάτι που ψυχή έχει και η γλώσσα του λείπει για να μιλήσει, κι όμως σου μιλάει με χίλιες δικές του γλώσσες και προπαντός με εκείνη τη γλώσσα της ήρεμης και απόλυτης ομορφιάς του, της πολυσύνθετης και πολύκρουνης.
Το Χωριό μου δεν έχει κανένα ύφος. Σου επιβάλλεται με τη γλυκιά και την ήρεμη ομορφιά του. Με τους απλοϊκούς ανθρώπους του, που σου λένε καλημέρα και την εννοούν. Αυτό είναι το Χωριό μου.
Αισθάνομαι ευτυχής και τυχερός που γεννήθηκα και μεγάλωσα σ' αυτό.
Το σπίτι που γεννήθηκα, που μεγάλωσα, που έζησα τη ζεστασιά της οικογένειας, της συγκροτημένης οικογένειας. Ο Πατέρας μου, αγράμματος άνθρωπος, όπως και η μάνα μου, δεν ξέρω πως οραματίστηκαν την οικογένεια, πάντως τα κατάφεραν. Το σπίτι αυτό δεν υπάρχει σήμερα. Το 1990 το κατεδάφισα και στη θέση του έκανα ένα άλλο πιο σύγχρονο, προσπάθησα όμως να κρατήσω το ίδιο στιλ του προηγούμενου. Αν τα κατάφερα, εσείς θα το κρίνετε.
Τότε
Τώρα με ήλιο Και με χιόνι
Οι Γονείς μου
Το 1932 δύο νέοι από το ίδιο Χωριό, με διαφορά ηλικίας ο ένας από τον άλλο δύο χρόνια (ο Πατέρας μου γεννήθηκε το 1896 και η Μάνα μου το 1898) αποφασίζουν να ενώσουν τις ζωές τους για να περάσουν τα υπόλοιπα χρόνια που τους έταξε ο θεός, μαζί.
Αγράμματοι και οι δύο , με κέφι όμως για δουλειά και προκοπή και δημιουργία οικογένειας. Απόκτησαν τρία παιδιά, α) τον Παναγιώτη που γεννήθηκε στις 11 Φλεβάρη του έτους 1934 και πήρε το όνομα του παππού μας Παναγιώτη ή Παναγιωτάκη Θεοδώνη, β) το Γιώργη (εμένα) που γεννήθηκα στις 22 Φλεβάρη του έτους 1935 και πήρα το όνομα του αδερφού της Μάνας μου που πρόσφατα είχε πεθάνει σε ηλικία 27 ετών, και γ) Την Αρετή που γεννήθηκε το έτος 1939 και πήρε το όνομα της γιαγιάς μας Αρετής Θεοδώνη το γένος Αθανασούλια.
Δεν ξέρω πως οραματίστηκαν την οικογένεια που απόκτησαν, πάντως μεγάλωσαν τα παιδιά τους με κόπους και στερήσεις (λόγω Β. Παγκόσμιου πολέμου) αλλά με Ηθικές αρχές και αξίες.
Η Μάνα μου
Για τη Μάνα μου τι μπορώ να γράψω; Ό,τι και να γράψω φοβάμαι πως θα είμαι άδικος. Άδικος θα είμαι αν γράψω για τα προτερήματά της γιατί μπορεί να ξεχάσω μερικά. ΄Αδικος πάλιν θα είμαι αν δεν γράψω για τα αρνητικά της, αλλά για ποια αρνητικά της να γράψω αφού εγώ δεν έβλεπα κανένα: Είναι η Μάνα μου.
Η Μάνα που με έβγαλε από τα σπλάχνα της, που βύζαξα το γάλα της, αυτό το γλυκύτατο μητρικό γάλα που με τίποτα δεν αντικαθίσταται. Ο άνθρωπος που μου χάιδεψε τα μαλλιά με τόση απαλότητα που κανείς στον κόσμο δεν μπορεί να το κάνει όπως αυτή. Ο άνθρωπος του οποίου η ματιά είχε τόση τρυφερότητα, τόση καλοσύνη, τόσο πόνο μαζί και φόβο που εκφραζότανε σε μια απέραντη και ανείπωτη αγάπη. Αυτή που ξενυχτούσε στο προσκεφάλι μου στην κάθε αρρώστια μου παρακαλώντας την παναγιά να μου διώξει τον πόνο να μη νιώσω τη σκληρότητά του. Αυτή που κρυφόκλαιγε όταν μέβλεπε με παλιά και φτηνά ρούχα, γιατί δεν μπορούσε να μου πάρει καλά και καινούργια. Αυτή που τα χέρια της είχαν τρυπήσει από τη σκάφη, για να τα έχει καθαρά και ας ήταν μπαλωμένα. Αυτή που μου έδωσε εκείνη την ανεπανάληπτη ευχή, όταν έφευγα για την Αεροπορία: Άντε στο καλό παιδάκι μου και πι του στερεού. Αυτή είναι η Μάνα μου.
Η Μάνα μου μετά την ανάρρωσή της, ύστερα από ένα ελαφρύ επεισόδιο με πάρεση προσωπικού, τη γλίτωσε τότε, αλλά από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο μας άφησε χρόνους στις 29\-6-\1970 σε ηλικία 72 χρόνων.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα του χωριού μας που τη σκέπασε. Εμείς, πάντως, δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ, θα είναι πάντα στη μνήμη μας και στην καρδιά μας. Ήταν ο πρώτος σημαντικός άνθρωπος που χάσαμε τότε και μας κόστισε πολύ.
Ο Πατέρας μου
Ο δουλευτής της μάνας γης, ο ζυμωμένος με το χώμα της και τραυματισμένος
από τις πέτρες της. Ο άνθρωπος που μέχρι το τέλος της ζωής του (στα 96 του) είχε καρδιά μικρού παιδιού και στήθος περιστεριού, κατά τη ρήση ενός γιατρού στο Νοσοκομείο Σωτηρία που τον είχα πάει για ένα βράδυ με αναπνευστικό πρόβλημα.
Αυτός είναι ο πατέρας μου κοντά στα πενήντα του χρόνια, την περίοδο της κατοχής που στερείτο μεταφορικού μέσου, ύστερα από την επίταξη του αλόγου μας, τoυ βλάγκου, δεν μπόρεσε να το αντικαταστήσει με άλλο, γι’ αυτό φέρνει στον ώμο του, με το καλάθι, ζαρζαβατικά από το περιβόλι του στον Άη Νικόλα και σταφύλια από το αμπέλι του στα Παλιάμπελα, για την οικογένεια. Η φωτογραφία είναι βγαλμένη κάτω από το σπίτι του Τράκα στο χωριό.
Αργότερα σε μεγαλύτερη ηλικία με τους από αριστερά Βασίλη Αθανασόπουλο (Καβουρίνο), Κυρίτση άντρα της Ειρήνης (κόρη της ΖαφειροΓιαννιάς), το Δημήτρη τον Λουκόπουλο (πρώτος ξάδερφος της μάνας μου) και ο πατέρας μου.
Η φωτογραφία είναι βγαλμένη στα Μαζέικα.
Σε πιο προχωρημένη ηλικία στο Καφενείο της Κούτελης με έναν νεαρό που τον εκτιμούσε πολύ.
Κι εδώ σε πολύ προχωρημένη ηλικία, μόλις 92 χρόνων, με διαύγεια πνεύματος και καλή κινητικότητα, διαβάζει ένα βιβλιαράκι που όπως φαίνεται τον έχει απορροφήσει.
Η φωτογραφία είναι βγαλμένη πάνω στη βεράντα του σπιτιού μου στην Αρτέμιδα (Λούτσα).
Από αυτό το σημείο αρχίζει η Δική μου Ζωή.
Η Πρώτη μου Φωτογραφία.
Η πρώτη μου φωτογραφία. Μαθητής Δημοτικού κατέβηκα στα Μαζέικα το 1948 κατά την διάρκεια της εμποροζωοπανήγυρης. Είμαι ο δεύτερος, ο μπροστά μου είναι ο Ηλίας Πράππας του Ανδρέα και της Μαριάς. Ο Λιάς, όπως τον φωνάζαμε στο χωριό, είχε γυρίσει πρόσφατα από την Αθήνα που είχε πάει στον Παναγιώτη Κούφη, αδερφό της μάνας του, και γνώριζε από αεροπλάνα και φωτογραφίες. Σαν φίλοι που είμαστε, Φωτογραφηθήκαμε για να σταματήσουμε το χρόνο εκείνη τη στιγμή, να βλέπουμε σήμερα την παιδική μας ηλικία και να μελαγχολούμε. Το Αεροπλάνο πολεμικό του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, ζωγραφισμένο σε πανί για τiς ανάγκες της φωτογράφησης.
Το πανηγύρι στα Μαζέικα είναι το τελευταίο στην περιοχή και θεωρείται το σπουδαιότερο γεγονός της χρονιάς. Γίνεται στο τέλος Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου κάθε χρόνο και κρατάει μια βδομάδα. Τα Μαζέικα γίνονται πόλος έλξης όλων των χωριανών από τα γύρω χωριά, άλλοι για να αγοράσουν, άλλοι να πουλήσουν και άλλοι για να διασκεδάσουν. Έχω γράψει λεπτομερώς για το πανηγύρι στο βιβλίο μου, αλλά δεν θα αποφύγω τον πειρασμό να μη γράψω και εδώ για το πανηγύρι. Όλα τα χωριά τις μέρες του πανηγυριού κατεβαίνουν στα Μαζέικα. Έμποροι με όλων των ειδών τα εμπορεύματα, ρούχα, παπούτσια, είδη προικός, γυαλικά, αγροτικά εργαλεία, ότι φανταστείς έχουν οι μικρομπαράγκες που έστηναν τις παράγκες τους (πρόχειρα καταστήματα) κατά μήκος του δρόμου που άρχιζε λίγο πιο πάνω από το Ξενοδοχείο του Λουκόπουλου και έφτανε μέχρι του Βουρτσάνη το σπίτι. Η πλατεία έχει τον πρώτο λόγο. Ορχήστρα από την Αθήνα φερμένη από το Καφενείο οι Μουριές, έχει και χορεύτριες με τα προκλητικά τους φορέματα και το ντέφι στα χέρια κάνουν τους χωρικούς να μαζεύονται γύρω, γύρω από την πλατεία σε σχήμα πέταλου για να θαυμάσουν το τραγούδι τους, αλλά περισσότερο να δουν τα σχεδόν γυμνά τους στήθια και τα μπούτια τους, πάνω στο πάλκο που τραγουδούν, χορεύουν και λικνίζονται, σαν αρτίστες που είναι, ο θαυμασμός, το κουτσομπολιό και η κρυφή επιθυμία πάει σύννεφο. Εγώ μικρό παιδί τότε χάζευα όλη τη νύχτα αδιαφορώντας που δεν είχα να πάω, πουθενά, να κοιμηθώ. Να φανταστείτε ότι γύριζα από ορχήστρα σε ορχήστρα όλη τη νύχτα μέχρι το πρωί που επέστρεψα στο χωριό, εκεί που με περίμενε η άγρια όρψή του πατέρα μου και η καλοσυνάτη παρατήρηση της μάνας μου.