Εκεί στη Ράχη, στου Ντουβή τ' αλώνι, που ήταν και η μοναδική πλατεία του Χωριού, δέσποζαν δύο μαγαζιά. Το εμπορομπακάλικο – καφενείο του Θέμου και το καφενείο του Αντρούτσου Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ.. Πετυχημένη η ονομασία του καφενείου γιατί ήταν πράγματι το κέντρο συνάντησης όλων των Χωριανών. Κάθε απόγευμα, κοντά το βραδάκι θα γέμιζε από τους δουλευτάδες της μέρας και το κουβεντολόι πήγαινε κι ερχόταν. Εκεί θα λυνόντουσαν οι μικροδιαφορές που οπωσδήποτε υπήρχαν μεταξύ τους από τις διάφορες συναλλαγές τους και όχι στα δικαστήρια όπως δυστυχώς συμβαίνει σήμερα. Εκεί συζητούσαν τα διάφορα προβλήματα του Χωριού και τους τρόπους επίλυσής τους. Εκεί έριχναν και έβγαζαν κυβερνήσει. Σ’ αυτό μόνιμες θέσεις είχαν οι απόμαχοι της δουλειάς που το' ριχναν στην κολιτσίνα παίζοντας το λουκουμάκι ή τα τσιγάρα "χύμα" από πακέτο των 88 τσιγάρων και αυτά βερεσέ.
Ο Αντρούτσος που ήταν πολυφαμελίτης για να μη του φοράνε φέσι, που δύσκολα το βγάζανε , είχε μόνιμα κρεμασμένη μια ταμπέλα που έγραφε (Σήμερα βερεσέ δεν έχει, αύριο έχει). Με τον τρόπο αυτό γλίτωνε, όσο μπορούσε,από μερικούς φεσατζίδες. Τις Κυριακές το καφενείο γέμιζε. Μόλις τέλειωνε η λειτουργία και σχόλαγε η εκκλησιά, όλοι οι άντρες θα πήγαιναν σ’ αυτό, για να κεραστούν μεταξύ τους, άλλος καφέ ή άλλος ούζο με στραγάλια για μεζέ. Αν τύχαινε καμιά φορά να ήταν στην εκκλησιά κανένας φερμένος από τα Ξένα (Ξενιτεμένο τέκνο του χωριού), τότε το κέρασμα ήταν εξ ολοκλήρου δικό του, για το καλωσόρισμά του. Άλλοτε πάλι αν ήταν γιορτή , οι γιορτάζοντες έκαναν τα έξοδα. Δεν έλειπαν και τα μεταξύ τους, καλοπροαίρετα πάντα, πειράγματα Ιδίως εκείνοι που την πλήρωναν περισσότερο ήταν οι Ξωμάχοι, που σπάνια ερχόντουσαν στο χωριό, κι αν έρχονταν δεν βγαίνανε στο Καφενείο, γι αυτό ο ερχομός τους στο καφενείο ήταν το ξεφάντωμα των άλλων. Άμαθοι όπως ήταν στο οινόπνευμα, ιδίως του ούζου, δεν τα κατάφερναν να αντισταθούν στον πειρασμό και δεχόντουσαν όλα τα σκόπιμα κεράσματα , ώστε κάποια στιγμή γίνονταν σταφίδα στο μεθύσι και τότε άρχιζε το πανηγύρι.
Μια φορά λοιπόν ήρθε στο καφενείο και ο Κολοκυθώνης, ένας καλοκάγαθος άνθρωπος που έμενε στου Ντάρα και είχε δικό του νερόμυλο. Ο άνθρωπος αυτός απονήρευτος όπως ήταν ένιωσε ζεστασιά , οικογενειακή ατμόσφαιρα και φιλική παρέα στο καφενείο. Αφού τράβηξε τα ούζα του από τα απανωτά κεράσματα , ήρθε στο κέφι και άρχισε να μιλάει για το κάθε τι , αστειευόμενος πάντα. Αυτό όμως το εκμεταλλεύτηκε ο Αντρούτσος που ήταν πειραχτήρι, και πρότεινε στην παρέα να παίξουν ένα παιχνίδι , το παιχνίδι του κριμένου αυγού. Κάποιος θα έκρυβε ένα αυγό σε έναν από την παρέα και ο Αντρούτσος που είχε, όπως έλεγε, μαντικές ικανότητες θα το έβρισκε, αν όμως δεν τα κατάφερνε να το βρει, θα κερνούσε όλη την παρέα . Να το παίξουμε , να το παίξουμε , είπε η παρέα . Ας το παίξουμε είπε και ο Κολοκυθώνης. Ο Αντρούτσος όμως συνεννοημένος με τον Νιαούρο , άλλος πλακατζής κι αυτός, να βάλλει το αυγό στο γιακά το Κολοκυθώνη. Έτσι κι έγινε . Αφού μπήκε το αυγό, φώναξαν τον Αντρούτσο που στο μεταξύ είχε βγει έξω για να μη δει σε ποιόν το έβαλε ο Νιαούρος . Έλα ρε έξυπνε, να βρεις το αυγό, του φώναξαν εκείνοι που ήταν στο κόλπο. Ο Αντρούτσος με ύφος μάντη, ανθρώπου δηλαδή που μπορεί να διαβάσει τα πρόσωπα των ανθρώπων και να τους πει τα μελλούμενα, έριξε μια ερευνητική ματιά στους παρευρισκόμενους , είπε ψιθυριστά κάποιες ακαταλαβίστικες κουβέντες (σαν άμπρα κατάμπρα κ.λ.π) και άρχισε από αριστερά να κοιτάζει στα μάτια έναν, έναν , λέγοντάς τους.
Εσύ δεν φαντάζομαι να το έχεις μπάρμπα Θανάση είπε στον Τσακαμπίκα , σεβάσμιο γέροντα, που καθόταν στην πρώτη καρέκλα και τον προσπέρασε . Το ίδιο έκανε και με τον Κανάτα , άλλον επίσης σεβάσμιο γέροντα δείχνοντάς τους τον απαιτούμενο σεβασμό. Εσύ Νιαούρο λέει στον επόμενο , κάτι μου λέει πως δεν θα τόβαζες στον εαυτό σου, γι αυτό ας προχωρήσω. Αθανασάκη μπας και το έχεις εσύ; Λέει στον Αθανασάκη τον Κατσή που τον κοίταζε λίγο πονηρά , τον χαϊδεύει στα μαλλιά και το σβέρκο και προχωρεί στο Μαστρογιώργη, κάτι του λέει και αυτού και πάει στον Αρίστο. Εκείνος του λέει, εγώ το έχω ρε Αντρούτσο δεν το πιστεύεις ; κοντοστάθηκε ο Αντρούτσος , σα να πίστεψε τάχα πως το έχει αυτός . Χα, χα, χα τα γέλια οι άλλοι, ο Αντρούτσος διστάζει να πάρει την απόφαση να πει του Αρίστου ότι αυτός το έχει και τα γέλια αυξάνονται , τέλος τον προσπερνάει κι αυτόν λέγοντάς του, όχι, όχι δεν το έχεις εσύ. Εσύ το έχεις μπάρμπα- Κώστα λέει του Κολοκυθώνη, που καθόταν δίπλα στον Αρίστο και του δίνει μια χαϊδευτική καρπαζιά στο σβέρκο , κλατς έκανε το αυγό και παίρνουν τα ζουμιά τον Κολοκυθώνη . Τότε το γλέντι άναψε , τα γέλια πολλαπλασιάστηκαν και ο Μπάρμπα Κώστας έφυγε άρον, άρον κάνοντας ένα χρόνο να ξανά εμφανιστεί στο Καφενείο.
Τέτοια και άλλα έκαναν τα πειραχτήρια-πλακατζίδες στο Χωριό στους καλοκάγαθους και απονήρευτους ανθρώπους εκείνη την εποχή.